Nihil certius morte hora autem mortis nihil incertius”

«Τίποτα δεν είναι πιο σίγουρο από το θάνατο, αλλά τίποτα δεν είναι πιο αβέβαιο από την ώρα του» 

Πάνω στην via Ostiense, περίπου 2 χιλιόμετρα έξω από τα Αυρηλιανά τείχη, βρίσκεται η βασιλική του Αγίου Παύλου Εκτός των Τειχών, μια από τις τέσσερις παπικές βασιλικές και η δεύτερη μεγαλύτερη βασιλική στην Ρώμη μετά από αυτήν του Αγίου Πέτρου, με μήκος 132 μ. Η  ιστορία (ή η παράδοση) λέει πως χτίστηκε στην τοποθεσία όπου τάφηκε ο απόστολος Παύλος (περίπου 3 χιλιόμετρα από την τοποθεσία όπου μαρτύρησε και αποκεφαλίστηκε). Αλλά βέβαια ο Παύλος δεν τάφηκε αρχικά στην βασιλική που δεν υπήρχε τότε, ούτε τάφηκε στη μέση του πουθενά. Τάφηκε σε ένα νεκροταφείο που υπήρχε εκεί και στην συνέχεια η σωρός του μεταφέρθηκε στην βασιλική που ανεγέρθηκε δίπλα.

Αυτό το νεκροταφείο ανακαλύφθηκε αρχικά κατά τον 18°αιώνα και ένα πολύ μικρό μέρος του μελετήθηκε στις αρχές του 20ου. Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία της αρχαίας Ρώμης αλλά η αστική ανάπτυξη με επακόλουθη δημιουργία δρόμων και συνοικιών κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εμπόδισε οποιαδήποτε ανασκαφή και ανάδειξη. Ακόμη και σήμερα βρίσκεται σχεδόν ολόκληρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και παραμένει ουσιαστικά άγνωστο. Μόνο ένα ελάχιστο τμήμα του έχει αναδειχθεί. Βρίσκεται στο άλσος πλάγια της βασιλικής και προστατεύεται από ένα κιγκλίδωμα και ένα υπόστεγο.

 Νεκρόπολη Οστιένσε

Το άλσος δίπλα στην βασιλική του Αγ. Παύλου. Στα δεξιά διακρίνεται το υπόστεγο με τις ανασκαφές της νεκρόπολης

Η νεκρόπολη ανάγεται τουλάχιστον στον 1° αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε για αρκετό καιρό αργότερα, τουλάχιστον μέχρι τον 4° αιώνα μ.Χ. Απόδειξη είναι ο τρόπος ταφής που μετατρέπεται με την πάροδο του χρόνου, ξεκινώντας από τα κολουμβάρια και καταλήγοντας στους τάφους που γνωρίζουμε σήμερα. Όπως συνηθίζονταν εκείνη την εποχή, το νεκροταφείο ήταν υπόγειο, με απότομες σκάλες που οδηγούσαν στους τάφους. Στην επιφάνεια του εδάφους διακρίνονταν μόνο οι επιτύμβιες στήλες και τα ταφικά μνημεία.

Στο συγκεκριμένο νεκροταφείο δεν υπάρχουν τάφοι πλουσίων. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι τάφοι ανήκαν σε απελευθερωμένους σκλάβους (libertus), απλούς Ρωμαίους πολίτες, στρατιωτικούς και ξένους, ειδικά Έλληνες. Αλλά ποια ήταν η σχέση των Ρωμαίων με τον θάνατο και πώς γίνονταν η ταφή;

Πριν τον ερχομό του Χριστιανισμού δεν υπήρχε η έννοια της ανάστασης και επομένως στους Ρωμαίους δεν ενδιέφερε η διατήρηση του σώματος του νεκρού, αντίθετα προτιμούσαν την καύση σε σχέση με τον ενταφιασμό. Για αυτό τον λόγο στην προχριστιανική εποχή θα είναι πολύ δημοφιλή τα κολουμβάρια, μεγάλα, ορθογώνια συνήθως δωμάτια με σειρές κογχών, οπού στο εσωτερικό τους φυλάσσονταν τεφροδόχοι, δηλαδή αγγεία με την τέφρα των νεκρών. Ήταν υπόγεια ή ημιυπόγεια και φωτίζονταν ελάχιστα, από παράθυρα που βρίσκονταν στην οροφή.
Η κάθε κόγχη περιελάμβανε συνήθως 1 έως 4 τεφροδόχα αγγεία. Στα συγκεκριμένα κολουμβάρια της via Ostiense βρίσκονται δίπλα-δίπλα οι τέφρες νεκρών που ανήκαν στα ίδια σωματεία επαγγελματιών. Ουσιαστικά δεν ήταν οικογενειακοί τάφοι αλλά συντεχνιακοί. Χαρακτηριστικό των κολουμβάριων είναι η εξοικονόμηση χώρου.

Κολουμβάριο

Κολουμβάριο

Για τους Ρωμαίους ο Παράδεισος ήταν τα Ηλύσια Πεδία, ένας τόπος με ολάνθιστα λιβάδια, όπου επικρατούσε αιώνια άνοιξη και οι πηγές της Λήθης ανάβλυζαν νέκταρ που έκανε τους νεκρούς να λησμονούν όλα τα γήινα δάκρυα και τις κακουχίες. Δεν είχε όμως σχέση με την χριστιανική ανάσταση και με την ψυχοσωματική ενότητα.
Για αυτούς η αιωνιότητα ήταν η μνήμη. Η διατήρηση της μνήμης του νεκρού και κατ’επέκταση η αθανασία του ονόματος ήταν μια έμμονη ιδέα. Για αυτό τον λόγο έχουμε την αποτύπωση του προσώπου του νεκρού πάνω σε κέρινα εκμαγεία λίγο μετά την στιγμή του θανάτου, τις ρεαλιστικές προτομές πλούσιες σε λεπτομέρειες, τις μαρμάρινες επιγραφές με το όνομα του νεκρού. Αντίθετα, η μεγαλύτερη τιμωρία για έναν Ρωμαίο θα είναι η damnatio memoriae, η καταδίκη της μνήμης, η κύρωση που επέβαλε το σβήσιμο κάθε ίχνους του περάσματος ενός ανθρώπου από την γη. Για έναν πλούσιο Ρωμαίο λοιπόν, η τοποθέτηση ενός μνημειακού τάφου στο χείλος ενός πολυσύχναστου δρόμου, με τις διακοσμήσεις και τα αγαλματίδια να τραβούν την προσοχή, με την μεγάλη επιγραφή να καλεί τους ταξιδιώτες και τους περαστικούς να προφέρουν φωναχτά το όνομά του, ήταν ό,τι πιο επιθυμητό για την διατήρηση της μνήμης του. H προφορά του ονόματος θεωρούνταν σημαντικότατη.

Για αυτό τον λόγο τα νεκροταφεία θα αναπτυχθούν κατά μήκος των δημόσιων δρόμων και τα τεμάχια γης θα είναι πιο ακριβά όσο πιο κοντά στον δρόμο βρίσκονταν. Και επίσης για αυτό τον λόγο όλες οι κατακόμβες (οι οποίες δεν πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς, ούτε ήταν χριστιανική εφεύρεση, ούτε εκεί οι χριστιανοί έκαναν συγκεντρώσεις ή ιεροτελεστίες) βρίσκονται δίπλα στους δημόσιους δρόμους. Η ίδια η νεκρόπολη Οστιένσε δεν αποτελεί εξαίρεση, βρίσκεται δίπλα στον σημαντικό δημόσιο δρόμο που οδηγούσε στην Όστια, το λιμάνι της Ρώμης και τις αλυκές.

Ένας άλλος λόγος για την τοποθέτηση των νεκροταφείων κοντά στους δημόσιους δρόμους που οδηγούσαν έξω από την πόλη ήταν η αυστηρή απαγόρευση ενταφιασμού στο εσωτερικού του pomerium, την ιερή οριοθέτηση που περιεκλειε το urbs, την πόλη. Για τους Ρωμαίους ο νεκρός έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς αλλά αυτό ίσχυε μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Αυτή η απαγόρευση έσωσε την Ρώμη από τις μολυσματικές επιδημίες κατά την αρχαία περίοδο αλλά απ’ όταν ο χριστιανισμός επέτρεψε την ταφή στους κήπους εντός της πόλης και στο εσωτερικό των εκκλησιών, περίπου από τον 8° αιώνα, οι επιδημίες μάστισαν τους κατοίκους. Μοναδική εξαίρεση στάθηκε ο αυτοκράτορας Τραϊανός, ο οποίος θέλησε να ταφεί στην βάση της στήλης που φέρει το όνομά του, στην Ρωμαϊκή Αγορά. Θα χρειαστεί να περιμένουμε τον ερχομό του Ναπολέοντα στην Ρώμη για να δούμε τον  ενταφιασμό των νεκρών αποκλειστικά στα δημόσια νεκροταφεία.

Ξαναγυρίζοντας στην αρχαιότητα, από τον 1° αιώνα μ.Χ. θα αρχίσουν να χρησιμοποιούνται οι σαρκοφάγοι, ειδικά από τους χριστιανούς. Για τον «απλό κοσμάκη» ήταν φτιαγμένες από πηλό, χωρίς καλλιτεχνικά στοιχεία. Υπήρχαν βέβαια και μαρμάρινες για τους πιο εύπορους, οι οποίες κατασκευάζονταν σε σειρά και ήταν όλες ίδιες. Έμενε ακατέργαστο μόνο το κεντρικό μέρος της σαρκοφάγου, το οποίο δουλεύονταν και εξατομικεύονταν με την μορφή του νεκρού, μετά την παραγγελία.

Σειρά απλών πήλινων σαρκοφάγων στην νεκρόπολη Οστιένσε. Αριστερά διακρίνεται μια παιδική.

Μαρμάρινη σαρκοφάγος διακοσμημένη με σιγμοειδείς στλεγγίδες. Στο κέντρο δεν έχει δουλευτεί, σημάδι πως προέρχεται από αποθήκη και δεν πρόλαβε να χρησιμοποιηθεί.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ρωμαϊκών νεκροταφείων ήταν οι επιτύμβιες στήλες. Βρίσκονταν πάνω από τους τάφους, στην επιφάνεια του εδάφους. Όλες άρχιζαν με μια επίκληση στους θεοποιημένους νεκρούς προγόνους, τους οποίους ονόμαζαν Μάνες (Manes). Έτσι, θα δούμε στις στήλες την επιγραφή DIS MANIBUS (ή αν έλειπε ο χώρος μόνο τα αρχικά D.M.), το οποίο θα μπορούσε να μεταφραστεί «στους Θεούς Μάνες» ή πιο ελληνικά σαν θεοῖς χθονίοις, θεοῖς ἥρωσι. Από κάτω αναγράφονταν όχι μόνο το όνομα του νεκρού αλλά και μια σύντομη περιγραφή για το πόσο καλός ήταν, τι καλό έκανε στη ζωή του κλπ.

Dis Manibus

Dis Manibus

Ας δούμε τι συνέβαινε όταν πέθαινε κάποιος: Στην αρχαία Ρώμη, όταν ένα άτομο βρίσκονταν στα πρόθυρα του θανάτου και κόντευε να αφήσει την τελευταία του πνοή, ξαπλώνονταν στο έδαφος, έτσι ώστε να είναι σε άμεση επαφή με το χώμα. Στο προσκέφαλο βρίσκονταν πάντα παρών ο pater familias, για να μπορέσει να «συλλέξει» την τελευταία πνοή του ετοιμοθάνατου. Μόλις πέθαινε τότε οι συγγενείς τον φιλούσαν στο στόμα και του έκλειναν τα μάτια. Κατόπιν γίνονταν το conclamatio, η αναφώνηση του ονόματος του νεκρού τρεις φορές. Στην συνέχεια έπλεναν τον νεκρό  και τον άλειφαν με αλοιφές και μύρα για να επιβραδύνουν την αποσύνθεση. Την προετοιμασία και την περιποίηση του νεκρού αναλάμβαναν οι libitinari, οι τότε εργολάβοι κηδειών.

Το πένθος κρατούσε 9 ημέρες (novendialis), κατά την διάρκεια του οποίου ήταν συνήθεια να μην μαγειρεύουν στο σπίτι του νεκρού. Ήταν μια ευκαιρία για σύσφιξη των συγγενικών και φιλικών δεσμών, καθώς φίλοι και συγγενείς της οικογένειας του νεκρού την επισκέπτονταν και έφερναν τροφές. Την ένατη ημέρα ένα πλούσιο δείπνο (coena novendialis) διέκοπε το πένθος και την άλλη μέρα ξεκινούσε η νεκρική πομπή για τον ενταφιασμό του νεκρού. Στην κεφαλή της πομπής ηγούνταν οι προτομές των νεκρών συγγενών ενώ οι στενοί συγγενείς έφεραν στο πρόσωπο μάσκες που απεικόνιζαν το πρόσωπο του νεκρού. Αν ο νεκρός ήταν παιδί, η νεκρική πομπή γίνονταν κατά την νύχτα ή πολλές φορές ενταφιάζονταν κάτω από το πάτωμα του σπιτιού.
Στο στόμα του νεκρού τοποθετούνταν ένα νόμισμα, για την μεταφορά του στον Άδη από τον Χάροντα.

Η νεκρική πομπή είχε σαν προορισμό το νεκροταφείο ή το ostrinum, τον τόπο καύσης των νεκρών. Αν γίνονταν καύση, πριν ανάψουν την πυρά έκοβαν ένα δάχτυλο του νεκρού και το τοποθετούσαν σε ένα βάζο με χώμα, ώστε τουλάχιστον ένα μέρος του νεκρού να είναι σε επαφή με την εξαγνιστική γη. Την πομπή συνόδευαν μουσικοί ντυμένοι στα μαύρα ενώ μοιρολογίστρες έκλαιγαν ακατάπαυστα. Μάλιστα όσο πιο πολλά δάκρυα έχυναν, τόσο πιο πολύ πληρώνονταν. Για αυτό τον λόγο μάζευαν τα δάκρυα σε μικρά βάζα,τα οποία επιδείκνυαν σαν απόδειξη στο τέλος της τελετής. Οι πιο πλούσιες οικογένειες οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις και μονομαχίες, οι οποίες θα γεννηθούν αρχικά σαν νεκρικά θεάματα και αργότερα θα εξελιχθούν σε αυτό που γνωρίζουμε.

Το εσωτερικό ενός τάφου. Διακρίνονται οι τοιχογραφίες. Το χρώμα στο εσωτερικό ήταν πάντα λευκό.

Στο εσωτερικό της νεκρόπολης οι τάφοι τοποθετούνταν αδιάκοπα και χωρίς ιδιαίτερη σχεδίαση του χώρου. Αριστερά ένα κολουμβάριο και δεξιά σειρά τάφων για ενταφιασμό.

Μετά την ταφή λάμβανε χώρα ένα επίσημο γεύμα για να επισφραγιστεί ο διαχωρισμός μεταξύ ζωντανών και νεκρών αλλά τιμώντας ταυτόχρονα και τους δύο. Οι κυριότερες γιορτές αφιερωμένες στους νεκρούς ήταν οι εξής:
– Το Dies Natalis (ημερομηνία του θανάτου).
– Τα  Parentalia, ιδιωτική κυρίως γιορτή η οποία γιορτάζονταν κάθε χρόνο προς τιμήν των νεκρών της οικογένειας (Parentes). Διαρκούσαν από τις 13 Φεβρουαρίου έως τις 21 Φεβρουαρίου, ημέρα που ονομάζονταν Feralia και ήταν η καθεαυτή γιορτή όλων των νεκρών. Πίστευαν πως εκείνη την ημέρα οι ψυχές των νεκρών περιφέρονταν ελεύθερα ανάμεσα στους ζωντανούς.
– Τα Lemuria, τον Μάιο, κατά τα οποία οι Ρωμαίοι πίστευαν πως οι lemures, οι ψυχές των νεκρών, επισκέπτονταν τις οικίες. Τότε συνήθιζαν να τρώνε σκούρες και μαύρες τροφές, ειδικά κουκιά, για να εξευμενίσουν τις ψυχές των νεκρών. Η σχέση των Ρωμαίων με τους νεκρούς και τον θάνατο ήταν ένα μείγμα σεβασμού και δεισιδαιμονίας.

Τα λουλούδια συνδέονταν με τους νεκρούς. Δεν θα δούμε στην Ρώμη ερωτευμένο να δωρίζει λουλούδια στην αγαπημένη του, προορίζονταν αποκλειστικά για τους νεκρούς και συμβόλιζαν τον θάνατο και την αναγέννηση. Και οι μικροί κήποι στα νεκροταφεία επίσης είχαν συμβολικό χαρακτήρα και συμβόλιζαν τα Ηλύσια Πεδία. Τα λουλούδια, τα μαύρα πένθιμα ρούχα και τα καντήλια θα παραμείνουν σαν σύμβολα μέχρι τις μέρες μας.

Τα ευρήματα της νεκρόπολης αποτελούνται από επιγραφές και μάρμαρινες λάρνακες διακοσμημένες με φυτικά μοτίβα και τα περισσότερα σήμερα φυλάσσονται στα Μουσεία του Καπιτωλίου και στο Δημοτικό Αντικουάριουμ. Η πρόσβαση στο κοινό επιτρέπεται μόνο κατόπιν ραντεβού με την Εφορεία Αρχαιοτήτων.

H νεκρόπολη βρίσκεται εδώ.