” […][populus] duas tantum res anxius optat, panem et circenses”
« […][ο λαός] δύο πράγματα ανυπόμονα επιθυμεί, άρτον και θεάματα»

           Δέκιμος Ιούνιος Γουβενάλης, «Σάτυρα»

Το Circus Maximus (ιτ. Τσίρκο Μάσιμο), ο Μέγας Ιππόδρομος, ήταν το μεγαλύτερο στάδιο που κατασκευάστηκε ποτέ, με μια χωρητικότητα 250.000 θεατών. Στέκονταν δίπλα στα αυτοκρατορικά ανάκτορα και συνδέονταν με αυτά διαμέσου μιας μυστικής πρόσβασης, ώστε ο αυτοκράτορας να μπορεί να μεταβεί εκεί απευθείας από την κατοικία του. Ο «Ιππόδρομος» αντιπροσώπευσε την τάση εκείνης της εποχής για μαζική έκφραση και εκτόνωση.

Βρίσκονταν σε ένα ίσιωμα ανάμεσα στον Παλατινό και στον Αβεντίνο λόφο, δύο από τους επτά λόφους της Ρώμης, αντιμέτωποι κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους. Ο Παλατινός λόφος ήταν το κέντρο της «ρωμαιοσύνης», έδρα των ανακτόρων και των πλούσιων κατοικιών των πατρικίων, ενώ ο Αβεντίνος φιλοξενούσε το άλλο συστατικό της ρωμαϊκής κοινωνίας, τις πυκνοκατοικημένες συνοικίες των πληβείων.

Αυτοκρατορική Ρώμη

Το Τσίρκο Μάσιμο, ανάμεσα στα ανάκτορα και τον Τίβερη. Στο βάθος του ιππόδρομου διακρίνονται οι 12 πύλες της εκκίνησης (carceres).  Διακρίνεται επίσης το αυτοκρατορικό θεωρείο (pulvinar) και o στενόμακρος διαχωριστικός εύριπος στο κέντρο (spina).

Ο ιππόδρομος

Η πρώτη αναφορά στον ιππόδρομο, σαν απλό χώρο αγώνων για ιππήλατες άμαξες, βρίσκεται στην μυθολογία, με την αρματοδρομία μεταξύ του Πέλοπα και του Οινόμαου. Αργότερα, σαν πίστα διπλής κατεύθυνσης σε ίσιωμα, συναντάται στον Όμηρο, ενώ σαν κατασκευή πλέον θα τον συναντήσουμε στην αρχαία Ολυμπία, όπου και θα λάβει χώρα για πρώτη φορά ένας αγώνας μεταξύ τεθρίππων αρμάτων, κατά την 25η Ολυμπιάδα, το 680 π.Χ. Στον ελλαδικό χώρο η μορφή του ιπποδρόμου θα παραμείνει αρκετά απλή, ουσιαστικά σαν οριοθετημένος χώρος με δευτερεύουσες κατασκευές, όπου κατά την περίοδο μεταξύ των εποχών των αγώνων μετατρέπονταν σε βοσκότοπο.

Ο ρωμαϊκός ιππόδρομος προέρχεται από τον ελληνικό, περνώντας από ετρουσκικές επιρροές αλλά αποκτά πλέον μνημειακή μορφή. Κατασκευάζονται κερκίδες, σφενδόνη (καμπύλη πλευρά), πύλες αφετηρίας, εύριπος (το διαχωριστικό τοιχίο ανάμεσα στα δύο ευθύγραμμα τμήματα). Ο στίβος θα καλυφθεί με άμμο, αν και οι ιδιοτροπία και η εκκεντρικότητα ορισμένων αυτοκρατόρων θα τους κάνει να χρησιμοποιήσουν πολύτιμα υλικά, όπως μίνιο, μαλαχίτη ή μαρμαρυγία. Επίσης, θα τοποθετηθούν αφειδώς αγάλματα, οβελίσκοι, συντριβάνια και διακοσμήσεις.

Στον ρωμαϊκό ιππόδρομο ξεχωριζουν τρία τμήματα: H arena, ο χώρος του θεάματος, τα carceres, ο χώρος που φυλάσσονταν και ξεκινούσαν τα άρματα και η loca, ο χώρος των κερκίδων.
Στον ιππόδρομο γίνονταν αποκλειστικά αρματοδρομίες και όχι ιπποδρομίες. Ίσως γίνονταν και ναυμαχίες αλλά ποτέ μονομαχίες ή κυνήγια. Αυτά τα τελευταία λάμβαναν χώρα στα αμφιθέατρα –κατασκευές πιο στρογγυλές- όπως το Κολοσσαίο, αν και αρχικά, πριν διαχωριστούν και διαφοροποιηθούν δομικά οι δύο κατασκευές, όλα τα θεάματα γίνονταν στο ίδιο μέρος.

Ο ιππόδρομος θα αναδειχθεί σε ένα από τα κυριότερα δημόσια κτίρια υψηλότατων προδιαγραφών και θα βρίσκεται πάντοτε εντός των τειχών των πόλεων.
Ο ρόλος του ήταν να διασκεδάσει και να εκτονώσει τον λαό αλλά και να προσηλυτίσει τις ετερογενείς πολιτιστικές μάζες της Αυτοκρατορίας και να θέσει τις βάσεις για τον εκρωμαϊσμό των μακρινών επαρχιών, διαμέσου των κοινωνικών ζυμώσεων και επαφών. Επιτρέποντας την δωρεάν είσοδο και προσφέροντας θέαμα, ο αυτοκράτορας και οι πλούσιοι πατρίκιοι της Ρώμης λάμβαναν σαν αντάλλαγμα υπακοή, σεβασμό και αφοσίωση, ενώ παράλληλα αποσπούσαν την προσοχή από τα κοινωνικά και κρατικά προβλήματα. Με λίγα λόγια η εφαρμογή του panem et cincenses (άρτον και θεάματα), μαγική συνταγή που ισχύει μέχρι σήμερα.

Μεγάλος αντίπαλος του ιπποδρόμου θα αναδειχθεί η Eκκλησία, ειδικά κατά τους τελευταίους αιώνες (4ος-5ος αι.). Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα αναρωτηθεί μάλιστα «πώς ήταν δυνατόν οι πιστοί να εγκαταλείπουν τα κτήρια της Εκκλησίας για να παραστούν στα κρύα ή στα καυτά από τον ήλιο καθίσματα του Ιπποδρόμου».

Ιππόδρομοι δεν υπήρχαν σε όλες τις πόλεις, λόγω της σημαντικού χώρου που χρειάζονταν για την κατασκευή τους αλλά και λόγω του υψηλού κόστους συντήρησης. Οι πιο πολλοί βρίσκονταν στην Ανατολή (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια). Ο μεγαλύτερος ιππόδρομος ήταν αυτός της Ρώμης (Circus Maximus) και ακολουθούσε αυτός της Κωνσταντινούπολης, αντίγραφο αυτού της Ρώμης αλλά μικρότερος (100.000 θεατές).

Τσίρκο Μάσιμο

Τσίρκο Μάσιμο και τα ανάκτορα

Circus Maximus

Στην μνήμη και στην ιστορία της πόλης ο Μέγας Ιππόδρομος υπήρχε πάντα. Λέγεται μάλιστα πως η Αρπαγή των Σαβίνων Γυναικών έγινε σε αυτό το σημείο, κατά την διάρκεια αγώνων που γίνονταν εκεί, οι οποίοι είχαν διοργανωθεί από τον Ρωμύλο προς τιμή του θεού της συγκομιδής, Κόνσους. Σίγουρα η μεγάλη επίπεδη έκταση και η εγγύτητά της στα αγκυροβόλια του Τίβερη, όπου από την αρχαιότητα γίνονταν εμπορικές συναλλαγές, συνέβαλε ώστε να διεξάγονται στην περιοχή εμπορικές δραστηριότητες και ανταλλαγές με άλλους πληθυσμούς και, κατά συνέπεια, συναφείς τελετουργικές δραστηριότητες και κοινωνικοποίηση, όπως παιχνίδια και αγώνες.

Οι διαστάσεις του ήταν εκπληκτικές: Είχε μήκος 621μ. και πλάτος 140 μ. Η χωρητικότητα ήταν 250.000 θεατών αλλά ορισμένες πηγές τους ανεβάζουν σε 300.000.
Σίγουρα οι πρώτες κατασκευές που ανάγονται στον 6°αι. π.Χ. ήταν στοιχειώδεις, ξύλινες και κινητές. Γύρω στο 174 π.Χ. θα εμφανιστούν οι πρώτες μόνιμες κατασκευές, με την δημιουργία των carceres και την τοποθέτηση 7 μεγάλων πέτρινων αυγών για την μέτρηση των γύρων. Η τελική δομή του ιπποδρόμου θα δοθεί το 46 π.Χ., με την παρέμβαση του Ιούλιου Καίσαρα, ενώ το 33 π.Χ. ο Αγρίππας, πρόσθεσε επτά χάλκινα δελφίνια που είχαν την ίδια λειτουργία των αυγών.
Ο Αύγουστος θα κατασκευάσει το αυτοκρατορικό θεωρείο και θα τοποθετήσει στο κέντρο τον αιγυπτιακό οβελίσκο του Ραμσή Β’ που μετέφερε από την Ηλιούπολη και που σήμερα βρίσκεται στην πιάτσα ντελ Πόπολο.
Ύστερα από πυρκαγιά θα αναστηλωθεί από τον Καλιγούλα και τον Κλαύδιο το 36 μ.Χ. αλλά αργότερα θα καταστραφεί εντελώς με την μεγάλη πυρκαγιά της Ρώμης επί Νέρωνα, το 64, η οποία ξεκίνησε ακριβώς από τον ιππόδρομο.
Ο ιππόδρομος ξαναχτίστηκε αργότερα από τον Νέρωνα και ξανακάηκε επί Δομιτιανού. Ξαναχτίστηκε εντελώς από τον Τραϊανό στην αρχή του δεύτερου αιώνα μ.Χ , διευρύνθηκε από τον Καρακάλλα και αναστηλώθηκε από τον Κωνσταντίνο. Το 367, επί Κωνστάντιου Β’, θα τοποθετηθεί ένας δεύτερος οβελίσκος από την Θήβα της Αιγύπτου, ο υψηλότερος της Ρώμης, που σήμερα βρίσκεται στο Λατερανό. Λειτουργούσε ακόμη επί Θεοδωρίχου, ενώ οι τελευταίοι αγώνες θα διεξαχθούν το 549 επί Τοτίλα, βασιλιά των Γότθων.

Αρματοδρομίες

Στις αρματοδρομίες αγωνίζονταν τέσσερις ομάδες, αφιερωμένες στις 4 εποχές του έτους: Βένετοι (Γαλάζιοι), Ρούσσοι (Κόκκινοι), Πράσινοι και Λευκοί [Τις ίδιες ομάδες-κόμματα θα συναντήσουμε και στην Κωνσταντινούπολη κατά την Στάση του Νίκα]. O Δομιτιανός θα προσθέσει άλλες δύο, τους Πορφυρούς και τους Χρυσούς. Ήταν ιδιωτικές εταιρίες και οι ιδιοκτήτες ανήκαν στην τάξη των Ιππέων. Είχαν την εντολή να διοργανώνουν τους αγώνες, να παρέχουν ηνιόχους, άλογα και άρματα. Επικεφαλής τους ήταν οι domini factionum (ιπποτρόφοι, θα λέγαμε), οι οποίοι εκτός από την διαχείρηση και την οικονομική και τεχνική διεύθυνση όλης της οργάνωσης, διαχειρίζονταν τις σχέσεις με τους δικαστές και τον ίδιο τον αυτοκράτορα.

Η θέση της κάθε ομάδας στην εκκίνηση, τα άλογα και οι ηνίοχοι, αποφασίζονταν με κλήρωση. Όταν όλα τα άρματα ήταν έτοιμα, ο αυτοκράτορας ή ο διοργανωτής των αγώνων άφηνε να πέσει ένα πανί γνωστό σαν mappa, δίνοντας την έναρξη του αγώνα. Οι πύλες άνοιγαν ταυτόχρονα με ειδικό μηχανισμό. Μόλις ξεκινούσε ο αγώνας, τα άρματα μπορούσαν να κινηθούν ελεύθερα, προσπαθώντας να φτάσουν στην κεφαλή και ταυτόχρονα να σπρώξουν τα αντίπαλα άρματα προς τον κεντρικό εύριπο, ώστε να τους προκαλέσουν ζημιές ή ατύχημα.
Συνήθως τα άρματα σύρονταν από τέσσερα άλογα αλλά ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν 6, 8 ή και δέκα άλογα ή και αραβικές καμήλες. Ο αγώνας ακολουθούσε αριστερόστροφη πορεία και ολοκληρώνονταν ύστερα από επτά γύρους. Κάθε γύρος σημειώνονταν ή με το χαμήλωμα των δελφινιών ή με τη πτώση των αυγών.
Σε μια αγωνιστική ημέρα μπορούσαν να γίνουν 10 αρματοδρομίες, επί Καλιγούλα έγιναν 24, αργότερα 30 και 48, ενώ επί Δομιτιανού έφτασαν τις 100.
Το πιο χαρακτηριστικό ατύχημα ονομάζονταν «ναυάγιο» και δεν ήταν τίποτε άλλο από το αναποδογύρισμα του άρματος στην στροφή. Η πιο γνωστή και καλύτερη αναπαράσταση της ρωμαϊκής αρματοδρομίας, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι ιστορικά ακριβής κάτω από πολλές απόψεις, είναι αυτή της ταινίας Μπεν Χουρ του 1959.

Τσίρκο Μάσιμο

Οι ηνίοχοι μπορούσαν να ήταν σκλάβοι αλλά δεν έλειπαν οι περιπτώσεις που ακολουθούσαν το επάγγελμα μέλη πλούσιων οικογενειών ή αγωνίζονταν οι ίδιοι οι αυτοκράτορες. Οι ηνίοχοι ήταν αγαπητοί στον λαό και στους αριστοκράτες και πολλές φορές κατάφερναν να κάνουν πολυετείς καριέρες, γίνοντας πολυεκατομμυριούχοι. Πληρώνονταν από τον χρηματοδότη των αγώνων.
Οι ηνίοχοι φορούσαν κοντούς χιτώνες με τα χρώματα της ομάδας τους και τα ηνία δένονταν γύρω από την μέση τους, για καλύτερο πιάσιμο, αν και αυτή η τεχνική αποδεικνύονταν επικίνδυνη σε περίπτωση «ναυαγίου». Για αυτό τον λόγο οι ηνίοχοι έφεραν μαζί τους και ένα μαχαίρι, για να κόψουν τα ηνία. Στα πόδια περιτύλιγαν λωρίδες υφάσματος για προστασία.

Τα άλογα προέρχονταν από την Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία και Αφρική και η εκπαίδευση τους διαρκούσε δύο χρόνια. Και τα ονόματα των αλόγων ήταν επίσης γνωστά στο κοινό, όπως και ο αριθμός των νικών, η ηλικία και το γενεαλογικό δέντρο. Τα πιο γνωστά και νικηφόρα άλογα κέρδιζαν υπερβολικές τιμές και φροντίδες, πληρώνονταν σε χρυσό, έτρωγαν σταφίδες και καρύδια αντί για κριθάρι, έμεναν στα σπίτια των ιδιοκτητών τους, ενταφιάζονταν σε τάφους.
Ο ιππόδρομος ήταν ένα από τα λιγοστά μέρη που ο λαός μπορούσε να δει τον αυτοκράτορα. Ο Ιούλιος Καίσαρας παρακολουθούσε συχνά τους αγώνες, έτσι ώστε το κοινό να μπορέσει να τον δει, αν και στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφεραν, συνήθως έφερνε κάτι μαζί του για να διαβάσει.

Η δύση του Μέγα Ιπποδρόμου συνέπεσε με την εξασθένιση του πάθους για τους αγώνες και τα παιχνίδια, αν και οι μονομαχίες διήρκεσαν λίγο περισσότερο. Παρά τις απαγορεύσεις και τις προειδοποιήσεις της Εκκλησίας συνεχίστηκαν οι διεξαγωγές αγώνων ακόμη και μέχρι τον 4° και 5° αιώνα. Οι τελευταίοι αγώνες στο Circus Maximus διοργανώθηκαν από τον Τοτίλα το 549 μ.Χ. αλλά ήδη τότε είχε επέλθει μια θλιβερή εγκατάλειψη και πολύ σύντομα άρχισε η απογύμνωσή του από τις διακοσμήσεις, η καταστροφή και η επακόλουθη κατάρρευση των δομών.

Τσίρκο Μάσιμο

Κατά τους επόμενους αιώνες όλες οι τοιχοποιίες θα χρησιμοποιηθούν σαν δομικό υλικό από τον πληθυσμό και θα παραμείνει μόνο ο κενός χώρος, ο οποίος θα μεταβληθεί σε αγροτική περιοχή. Κατά των πρώιμο Μεσαίωνα μέρος του θα γίνει ιδιοκτησία μοναστηριού και θα γίνει χώρος φιλοξενίας προσκυνητών. Αργότερα θα περάσει στα χέρια των ισχυρών οικογενειών του Μεσαίωνα, όπου θα χτίσουν έναν πύργο στο άκρο, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα. Με την βιομηχανική επανάσταση στον χώρο του ιπποδρόμου θα εγκατασταθούν αποθήκες, βιομηχανίες και βιοτεχνίες, σπίτια.
Γύρω στο 1930, επί φασισμού, στα πλαίσια της δημιουργίας της «Μνημειακής Ζώνης», θα αποφασιστεί ο καθαρισμός της περιοχής και η κατεδάφιση των υπαρχόντων νεώτερων κατασκευών. Από τότε έχουν γίνει κάποιες ανασκαφές στο ύψος του πετάλου. Σήμερα χρησιμοποιείται από τον πληθυσμό για περίπατο και άθληση, ενώ περιστασιακά διεξάγονται εκδηλώσεις που απαιτούν μεγάλο χώρο για να φιλοξενήσουν τους θεατές, όπως μουσικές συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις.

Το Circus Maximus βρίσκεται εδώ.

Σημ. Για τον αρχαιολογικό χώρου του Circus Maximus, στο ύψος του πετάλου, έχουμε αναφερθεί σε ξεχωριστή ενότητα εδώ.