“Appia longarum teritur regina viarum“
«Ακολουθώντας την Αππία, βασίλισσα των οδών»

(Publio Papinio Stazio, Silvae, 2, 2, 12)

Η Αππία Οδός  ήταν ο πρώτος και ο πιο σημαντικός από τους μεγάλους ρωμαϊκούς οδικούς άξονες που κατασκευάστηκαν και για το λόγο αυτό ονομάστηκε από τον ποιητή Στάτιο Regina viarum, «βασίλισσα των οδών». Σχεδιάστηκε στα τέλη του τέταρτου αιώνα π.Χ. με σκοπό να θέσει σε άμεση και ταχεία επικοινωνία την Ρώμη με την σύμμαχο Κάπουα (Καπύη), ένα κέντρο πλησίον της Νάπολης. Ο σκοπός αρχικά ήταν καθαρά στρατηγικός και απέβλεπε στην ταχεία προήθηση του στρατού προς τον νότο. Πήρε το όνομα από τον κήνσορα Άππιο Κλαύδιο Καίκο, τον αξιωματούχο που άρχισε την κατασκευή της το 312 π.Χ. Η οδός είχε μια σχεδίαση σύγχρονης αντίληψης, αφού παρέκαμπτε τις πόλεις (οι οποίες είχαν όμως πρόσβαση στην οδό) και οδηγούσε κατευθείαν στον προορισμό.
Το πρώτο τμήμα της ήταν μια μεγάλη ευθεία μήκους περίπου 90 χιλιομέτρων. Η συνολική απόσταση ήταν 195 χλμ και διανύονταν σε 5-6 ημέρες.  Η οδός θα επιμηκυνθεί παράλληλα με την εξάπλωση της Ρώμης στην Νότια Ιταλία, μέχρι που το 190 π.Χ. θα επεκταθεί μέχρι το  Μπρίντιζι, πύλη προς την Ελλάδα, την Μεσόγειο και την Ανατολή, διασχίζοντας τα 540 χλμ της διαδρομής σε 13-14 ημέρες.

Η επιφάνεια του δρόμου είχε πλάτος 14 ρωμαϊκά πόδια (περίπου 4,15 μ.), επαρκή για να επιτρέπουν την ταυτόχρονη διέλευση δύο αμαξών. Δύο πεζοδρόμια με πέτρινο κράσπεδο και πλάτος τουλάχιστον ένα μέτρο επέτρεπαν την άνετη διέλευση των πεζών στις δύο κατευθύνσεις. Στα πιο πολυσύχναστα τμήματα κάθε 10-12 χιλιόμετρα (ή κάθε 14-17 χλμ στα λιγότερο σημαντικά) υπήρχαν σταθμοί για το ταχυδρομείο και την αλλαγή των αλόγων, μαζί με ταβέρνες που πρόσφεραν φαγητό και καταλύματα στους ταξιδιώτες, λουτρά, καταστήματα και ναοί. Στα τμήματα  γύρω από τις πόλεις ο δρόμος ήταν γεμάτος με μεγάλες βίλες αλλά κυρίως τάφους και ταφικά μνημεία διαφόρων ειδών.
Οι τάφοι ποίκιλαν  από το απλό κολουμβάριο (columbarium), υπόγειο ομαδικό τάφο με τεφροδόχους, μέχρι τον ατομικό ή οικογενειακό τάφο σε μορφή βωμού, ή περίπτερου με τετράπλευρη βάση, ή μέχρι τάφους σε μορφή πύργου. Τυπικοί τάφοι κατά μήκος του δρόμου είναι και τα μαυσωλεία με κυκλική και κωνική σκεπή. Συχνοί είναι επίσης και  οι τάφοι από τούβλο σε κυκλικό ή αρθρωτό σχέδιο και τρούλο. Για την σχέση των Ρωμαίων με τον θάνατο και την σημασία της κατασκευής των τάφων πάνω στους οδικούς άξονες, έχουμε αναφερθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο.

Το 71 π.Χ. οι επιζήσαντες από τους 6.000 σκλάβους που εξεγέρθηκαν υπό την ηγεσία του Σπάρτακου θα σταυρωθούν κατά μήκος της οδού, μέχρι την Πομπηία. Ο δρόμος έμεινε για πολύ αχρησιμοποίητος μετά την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και, αν και διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων βαρβαρικών επιδρομών, από τον 6° αι. μ.Χ. υπέφερε πολύ κατά τους Γοτθικούς Πολέμους και εξαιτίας των Λογγοβάρδων και των Νορμανδών, αλλά ακόμα περισσότερο από τις φοβερές εμφύλιες συγκρούσεις και πολέμους μεταξύ των ισχυρών οικογενειών που κατέστρεψαν τη Ρώμη και την εξοχή της κατά τον Μεσαίωνα.

Μόνο μια συνεχή συντήρηση επέτρεψε στην Αππία οδό να παραμείνει σε χρήση μέχρι τον Ύστατο Μεσαίωνα (παρά την κατάρρευση των τάφων, την κλοπή των υλικών και των γλυπτών και την έντονη παρουσία ληστών), αναλαμβάνοντας το ρόλο της οδού προσκυνητών με προορισμό τις κατακόμβες, ή την συνέχιση του ταξιδιού μέχρι το Μπρίντιζι, όπου οι προσκυνητές επιιβιβάζονταν για τους Αγίους Τόπους. Παράλληλα, κατά τον Μεσαίωνα η Αππία οδός θα γίνει και η οδός των σταυροφόρων. Επίσης, το 1228 Φρειδερίκος Β΄ θα αποπλεύσει από το λιμάνι του Μπρίντιζι, ξεκινώντας την 6η σταυροφορία.  Ο δρόμος θα ξεχαστεί για σειρά αιώνων και θα «ανακαλυφθεί» ξανά κατά την περίοδο της Αναγέννησης.

Από την Αναγέννηση και μετά, πολλοί αρχαιολόγοι και ιστορικοί ασχολήθηκαν με την ανάδειξη της οδού και την έρευνα. Χάρη σε αυτούς η Αππία έγινε ένα εξαιρετικό «μνημείο», με την απαλλοτρίωση και καθαρισμό του δρόμου και τον καθορισμό των ιδιωτικών ιδιοκτησιών. Τότε επίσης διεξήχθησαν και οι πρώτες έρευνες, καθώς και πραγματικές ανασκαφές, που είχαν σαν αποτέλεσμα την επίτευξη εκπληκτικών ανακαλύψεων και διασώσεων, οι οποίες συλλέχθηκαν και τοποθετήθηκαν σε πέτρινες κατασκευές, ειδικά κατασκευασμένες με διάσπαρτα θραύσματα διαζωμάτων, γλυπτών και επιγραφών.

Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε την Αππία οδό σε δύο τμήματα: Ένα πρώτο «αστικό» τμήμα που ξεκινώντας από την αρχή της φτάνει μέχρι τα παλιά τείχη της πόλης και ένα δεύτερο τμήμα που από τα τείχη οδηγεί έξω από την πόλη. Αυτό το τελευταίο θα μπορούσαμε να το διαιρέσουμε σε περαιτέρω τμήματα, απαριθμώντας τα με ρωμαϊκά μίλια, ανάλογα από την απόσταση από την αφετηρία, 1° μίλι, 2° μίλι κ.ο.κ. Σήμερα η παλαιά Αππία οδός, ή μάλλον ό,τι έχει απομείνει, αποτελεί εθνικό πάρκο και έχει μήκος 16 χιλιόμετρα, φτάνοντας μέχρι τον μεγάλο οδικό δακτύλιο της Ρώμης. Τα πιο ενδιαφέροντα και γραφικά είναι τα πρώτα 8 μίλια. Παραδόξως κάθε τόσο θα δούμε να περνάει πάνω από τις παλιές πέτρες και κάποιο αυτοκίνητο, συνέπεια των πολεοδομικών αδειών που δόθηκαν στις δεκαετίες του ’50 και ΄60 για την κατασκευή πολυτελών βιλών δίπλα στα αρχαία μνημεία. Η αλήθεια είναι πως αυτή η αλλόκοτη αρχιτεκτονική πρόσμιξη υπάρχει από τον Μεσαίωνα και έπειτα, καθώς ιδιωτικές κατοικίες ή και εκκλησίες ενσωματώθηκαν από αιώνες στους μνημειακούς τάφους, ρωμαϊκοί τάφοι ή βίλες μετατράπηκαν σε μικρά φρούρια για τον έλεγχο της δρόμου πρόσβασης προς την πόλη, ενώ άλλα μνημεία εγκλωβίστηκαν σε αναγεννησιακά κτήματα και κήπους και παρέμειναν από τότε στο εσωτερικό ιδιωτικών χώρων. Εδώ επίσης σκάφτηκαν και οι χριστιανικές κατακόμβες, γεγονός όχι τυχαίο, καθώς ουσιαστικά ακολουθούσαν την ρωμαϊκή παράδοση, την ταφή πάνω στον δρόμο επικοινωνίας.

Ο περίπατος μας θα ξεκινήσει από την αρχή του αστικού τμήματος και θα προχωρήσει προς το εξωτερικό ακολουθώντας την αρχαία οδό, κάνοντας μια περιγραφική νύξη των πιο ενδιαφερόντων σημείων.

Το αστικό τμήμα άρχιζε περίπου στην τότε Πόρτα Καπένα, κοντά στο πέταλο του Τσίρκο Μάσιμο, τον ιππόδρομο των 100.000 θεατών, δίπλα στο αυτοκρατορικό παλάτι. Βρισκόμαστε περίπου 500μ. από το Κολοσσαίο. Αμέσως μετά η  Άππία περνούσε μπροστά από τα Λουτρά του Καρακάλλα και συνέχιζε προς τα τείχη. Σήμερα, αμέσως μετά τα Λουτρά, το πρώτο μνημείο που θα συναντήσουμε είναι ο τάφος των Σκιπιώνων.

Τάφος Σκιπιώνων

Τάφος Σκιπιώνων


Ο τάφος των Σκιπίωνων είναι ένα από τα πιο σημαντικά ταφικά μνημεία της Ρεπουμπλικανικής Ρώμης. Οι σαρκοφάγοι στο εσωτερικό ήταν περίπου τριάντα και βρίσκονταν τοποθετημένοι κατά μήκος των τειχών του ταφικού μνημείου. Εκτός από τις σαρκοφάγους, ο τάφος περιείχε ένα κολουμβάριο της αυτοκρατορικής περιόδου και ένα μοναδικό τάφο της Ύστερης Περιόδου στον οποίο συνδέεται μια μικρή κατακόμβη. Το μνημείο αποτελείται από ένα κεντρικό τετράγωνο σώμα σκαλισμένο σε πωρόλιθο και μια σήραγγα χτισμένη με τούβλα, με ξεχωριστή είσοδο. Η ύπαρξη του νεκροταφείου ανακαλύφθηκε μόνο στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα, προκαλώντας σάλο. Από τις δύο πιο διάσημες φιγούρες της οικογένειας των Σκιπιώνων, τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό που νίκησε τον Αννίβα και τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό που κατέστρεψε την Καρχηδόνα, δεν βρέθηκαν ποτέ τα λείψανα στο εσωτερικό του τάφου. 

Σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων θα συναντήσουμε την Αψίδα του Δρούσου και αμέσως μετά την πύλη του Αγ. Σεβαστιανού, την μεγαλύτερη πύλη των Αυρηλιανών τειχών. Το αρχικό της όνομα ήταν Αππία Πύλη αλλά ανά τους αιώνες πήρε άλλα ονόματα, μέχρι που τον 15ο αι. θα αποκτήσει το σημερινό, λόγω της γειτνίασης με τις ομώνυμες κατακόμβες. Ακόμη και σήμερα σώζονται γκράφιτι και υπογραφές των προσκυνητών του Μεσαίωνα. Από εδώ το 1571 πέρασε η θριαμβευτική πομπή της νικηφόρας ναυμαχίας της Ναυπάκτου και προκάλεσαν ενδιαφέρον και περιέργεια στο πλήθος οι 170 αλυσοδεμένοι Τούρκοι αιχμάλωτοι. Σήμερα το εσωτερικό της πύλης φιλοξενεί ένα μικρό μουσείο.

Αψίδα του Δρούσου

Πύλη Αγ. Σεβαστιανού

Περίπου εκατό μέτρα έξω την πύλη βρίσκεται το αντίγραφο της στήλης του πρώτου μιλιάριου της Αππίας Οδού. Η επιγραφή της θυμίζει τις εργασίες αποκαταστάσης του Βεσπασιανού το 76 και του Νέρβα το 97. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται το πρώτο μίλι (1478 μέτρα) από την Πόρτα Καπένα, την αφετηρία. Η αυθεντική στήλη, που ανακαλύφθηκε το 1584, βρίσκεται στο Καπιτώλιο.

Το πρώτο μιλιάριο

Το πρώτο μιλιάριο

 Λίγο πιο μπροστά αναπτύσσεται το χριστιανικό τμήμα της Αππίας Οδού: Αφού περάσουμε το εκκλησάκι του Domine Quo Vadis, θα δούμε την είσοδο προς τις κατακόμβες του Αγ. Καλλίστου, από τον τρίτο αιώνα ο σημαντικότερος τόπος ταφής των χριστιανών στην Ρώμη, ο οποίος φιλοξένησε πολλούς τάφους παπών και μαρτύρων. Οι κατακόμβες είναι κατανεμημένες σε τέσσερις επίπεδα, σε μια συνολική έκταση άνω των 12.000 τ.μ. Προσπερνώντας τες, θα δούμε στα δεξιά την βασιλική του Αγίου Σεβαστιανού, χτίσμα του 4ου αιώνα και ανακαινισμένη κατά τον 17°. Μετά τον ένατο αιώνα αφιερώθηκε στον ομώνυμο μάρτυρα που βρίσκεται θαμμένος στις γειτονικές κατακόμβες και που είναι προσβάσιμες από την εκκλησία. Οι Κατακόμβες του Αγίου Σεβαστιανού ήταν οι πρώτες στις οποίες χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός όρος «κατά κύμβας».

H Αππία στρίβει αριστερά ενώ ευθεία ο δρόμος οδηγεί στις κατακόμβες του Αγ. Καλλίστου.

Η εκκλησία του Αγ. Σεβαστιανού με τις κατακόμβες και η αναθηματική στήλη των εργασιών στην Αππία το 1852

Στον Άγιο Σεβαστιανό μπορούμε θα θαυμάσουμε το γλυπτό «Σωτήρ του Κόσμου» (Salvator Mundi) του Μπερνίνι.

Ο δρόμος γίνεται για λίγο ανηφορικός και στην εξοχή προς τα αριστερά μας θα διακρίνουμε τα ερείπια της αυτοκρατορικής κατοικίας του Μαξέντιου.

Στα αριστερά, στο κέντρο ενός τετράστωου βρίσκεται ένα κυκλικό μαυσωλείο αφιερωμένο στον γιό του Μαξέντιου, Ρωμύλο,  που θάφτηκε εκεί το 309 μ.Χ. Στα δεξιά διακρίνονται καθαρά τα απομεινάρια του γνωστού ιπποδρόμου. Είχε μήκος 520 μ. και πλάτος 92 μ. Το κεντρικό μακρόστενο χαμηλό φράγμα (εύριπος) στο κέντρο του στίβου είχε μήκος 283 μ. Στην μια πλευρά του υπήρχαν δύο ημικυλινδρικοί πύργοι  και ανάμεσά τους βρίσκονταν οι 12 θύρες εκκίνησης των αρμάτων (carceris). O ιππόδρομος συνδέονταν με την πανοραμική βίλα του αυτοκράτορα, χτισμένη πάνω από την πίστα.
Ο ιππόδρομος προορίζονταν για την αυτοκρατορική οικογένεια και τους φίλους και ήταν σε θέση να φιλοξενήσει μόνο 10.000 θεατές. Ο Μαξέντιος είχε διακοσμήσει τον εύριπο με έναν οβελίσκο από το ναό της Ίσιδος στο πεδίο του Άρεως. Αυτός ο οβελίσκος βρίσκεται τώρα στην πιάτσα Ναβόνα, στην κρήνη των Τεσσάρων Ποταμών του Μπερνίνι. Σήμερα, ο ιππόδρομος παρουσιάζεται ερειπωμένος, αλλά ο περιμετρικός τοίχος και ο τούβλινος εύριπος τον καθιστούν το καλύτερο παράδειγμα αρχαίου ρωμαϊκού ιπποδρόμου που έφτασε στις μέρες μας. Η αιτία ενός τέτοιου βαθμού συντήρησης είναι ίσως ο θάνατος του Μαξέντιου, που θα συμβεί  το 312 από τον Μέγα Κωνσταντίνο, στην μάχη της Μιλβίας γέφυρας. Πιθανώς ο θάνατος του αυτοκράτορα οδήγησε στην πρόωρη εγκατάλειψη του συμπλέγματος. Ίσως ο ιππόδρομος να μην χρησιμοποιήθηκε ποτέ: στις ανασκαφές δεν βρεθήκαν καθόλου ίχνη άμμου, απαραίτητης για την επίστρωση της πίστας.

Το σύμπλεγμα του Μαξέντιου

Το σύμπλεγμα του Μαξέντιου

(Συνεχίζεται)