(Συνέχεια από Μέρος Α’)

H Καικιλία Μετέλλη ήταν κόρη του Κουίντου Μετέλλου, κατακτητή της Κρήτης και νύφη του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου, του πραίτορα που κατέπνιξε την εξέγερση των σκλάβων του Σπάρτακου.
Είναι γνωστή βέβαια μόνο για το μαυσωλείο της, στην Αππία Οδό. Το μαυσωλείο βρίσκεται δίπλα στον ιππόδρομο του Μαξέντιου, στο τέλος της μικρής ανηφόρας. Έχει κυλινδρική μορφή σε τετράγωνη βάση και είναι επενδυμένο με τραβερτίνη. Η κατεστραμμένη οροφή μάλλον είχε κωνική μορφή. Η εσωτερική διακόσμηση απωλέσθηκε όλη, όπως επίσης και η σαρκοφάγος.
Το 1303 ο τάφος θα ενσωματωθεί στο Castrum Caetani, το κάστρο των Γκαετάνι, μιας ισχυρής οικογένειας της εποχής, και θα γίνει ο κύριος πύργος της οχύρωσης. Το κάστρο έλεγχε την Αππία και την διέλευση προς και από την Ρώμη.
Κατά ειρωνικό τρόπο, ο τάφος διέτρεξε τους σοβαρότερους κινδύνους σε καιρό ειρήνης: ο Πάπας Ουρβανός Η΄(1623-1644) έδωσε στον Μπερνίνι γραπτή άδεια για να κατεδαφίσει «… ένα αρχαίο μνημείο στρογγυλού σχήματος και με ωραίο μάρμαρο, πλησίον του Αγ. Σεβαστιανού… », δηλαδή τον τάφο της Καικιλίας Μετέλλης, για να ολοκληρώσει την διακόσμηση της Φοντάνα ντι Τρέβι. Αλλά οι διαμαρτυρίες των κατοίκων ήταν έντονες κι ο Μπερνίνι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιο. Κατά τον 16ο αιώνα το συγκρότημα εγκαταλείφθηκε και ο Σίξτος Ε΄ το κατεδάφισε εν μέρει, επειδή θεωρήθηκε κρησφύγετο ληστών.
Έξω από το μαυσωλείο εντοιχίστηκαν διάφορα ευρήματα από γειτονικούς ρωμαϊκούς τάφους που βρέθηκαν σε ανασκαφές στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ στο εσωτερικό σώζονται θραύσματα, αγάλματα και επιγραφές. Το συγκρότημα περιλαμβάνει το ναό του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Είναι της ίδιας ηλικίας με το κάστρο, διατηρεί ακόμη την δομή του αλλά όχι την σκεπή και αποτελεί ένα από τα σπάνια δείγματα στην Ρώμη εκκλησίας γοτθικού ρυθμού.

Από εδώ και πέρα αρχίζει η Αππία Οδός που έχουμε δει όλοι στις καρτ ποστάλ, δηλαδή ένας εξοχικός ευθύς και στενός για τα σημερινά δεδομένα δρόμος, με μεγάλες λείες επίπεδες πέτρες, που διασχίζει την ρωμαϊκή εξοχή, με πολλά ερείπια τάφων, ενώ ψηλοί τοίχοι κρύβουν πολυτελείς βίλες. Οι μεγάλες ηφαιστειογενείς πολυγωνικές και επίπεδες πέτρες που τοποθετήθηκαν κατά την κατασκευή του δρόμου, διακρίνονται μόνο σε ελάχιστα σημεία και η διάβαση εκεί είναι κουραστική, λείπει το υλικό που συμπλήρωνε τα κενά και καθιστούσε τον δρόμο ομαλό. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή ο δρόμος έχει πιο πρόσφατο λιθόστρωτο και είναι καλά διατηρημένος. Όπως είπαμε, πλησιάζοντας στην Ρώμη, η Αππία ήταν γεμάτη και στις δύο πλευρές από μνημειακούς τάφους, μαυσωλεία, στήλες, τύμβους κλπ. Θα μπορούσαμε να την φανταστούμε κάπως έτσι:

ViaAppia

Σήμερα υπάρχουν δεκάδες υπολείμματα τάφων κατά μήκος της οδού αλλά κανένας από αυτούς δεν έφτασε στις μέρες μας άθικτος. Όλοι απογυμνώθηκαν από τα μάρμαρα και τις διακοσμήσεις και έμεινε μόνο o κατεστραμμένος και αλλοιωμένος από τον χρόνο σκελετός. Παρ’ όλα αυτά η ατμόσφαιρα είναι μοναδική, βασιλεύει η ησυχία, η θέα είναι μαγευτική και έχουμε την δυνατότητα να γευτούμε πώς ήταν κάποτε η ρωμαϊκή εξοχή και πώς ήταν να ταξιδεύει κανείς κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του Μεσαίωνα.

Γύρω στο τρίτο μίλι συναντάμε την αγροικία Τορλόνια, με το έμβλημα της οικογένειας και μια μαρμάρινη πλάκα προς ανάμνηση των πειραμάτων με τον τηλέγραφο που διεξάχθηκαν εκεί υπό την παρουσία του πάπα Πίου Θ΄ τον 19ο αιώνα. Στην συνέχεια ακολουθούν και στις δύο πλευρές του δρόμου απομεινάρια πολλών τάφων, με διαφορετικές και ενδιαφέρουσες επιγραφές, με αναφορές σε ρωμαϊκές οικογένειες και προσωπικότητες.

Ρωμαϊκός τάφος μπροστά από την αρχοντική αγροικία Τορλόνια

Ταφική στήλη νεαρού σε ηρωϊκή στάση

O τάφος του Μάρκου Σερβιλίου Κουάρτου

To τέταρτο μίλι της Αππίας θεωρείται τα πιο ενδιαφέρον και καλοδιατηρημένο. Εδώ κατά τον 19° αιώνα εργάστηκαν αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες, με σκοπό την δημιουργία μιας υπαίθριας μουσειακής έκθεσης. Έγινε μια αποκατάσταση των μνημείων, συλλέχθηκαν τα διασκορπισμένα θραύσματα από τις επιγραφές, τα διαζώματα και τα ανάγλυφα, επανασυνδέθηκαν και τακτοποιήθηκαν πάνω σε βάσεις τοιχοποιίας.

Και το πέμπτο μίλι είναι πολύ γραφικό κι άξιο προσοχής. Βρισκόμαστε περίπου στο σημείο που κάποτε συνόρευαν η Ρώμη και η Άλμπα Λόνγκα, οι δύο πόλεις που συμφώνησαν να κριθεί η έκβαση του μεταξύ τους πόλεμου από τη μονομαχία μεταξύ τριών πολεμιστών από κάθε πλευρά. Οι ομάδες αυτές ήταν οι τρίδυμοι αδελφοί Οράτιοι για τη Ρώμη και οι επίσης τρίδυμοι Κουριάτιοι από την πλευρά της Άλμπα Λόνγκα. Εδώ λοιπόν βρίσκονται οι τύμβοι των Οράτιων και των Κουριάτιων. Ο πρώτος είναι ο τύμβος των Κουριάτιων και έχει στην κορυφή του έναν κυλινδρικό πύργο. Προσπερνώντας τα υπολείμματα ενός άλλου τάφου σε σχήμα πυραμίδας θα δούμε τους άλλους δύο τύμβους, αυτών των Οράτιων.

Τύμβοι των Οράτιων

Το μεγάλο νυμφαίο που θα δούμε αμέσως παραπέρα στα αριστερά, ήταν η άλλοτε είσοδος της βίλας των Κουιντίλι, η οποία καταλαμβάνει την μεγάλη έκταση στο βάθος.
Η σημερινή εμφάνιση του ρωμαϊκού νυμφαίου οφείλεται στην οχύρωση που δέχτηκε κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, ώστε να μεταβληθεί σε φρούριο και να ελέγχει την κυκλοφορία του δρόμου.
Η βίλα και το νυμφαίο ανήκαν στους πλούσιους αδελφούς Κουιντίλι, ύπατους το 151 μ.Χ. που υπηρέτησαν στην Ασία και στη Ελλάδα. Με ορισμένους Ρωμαίους αυτοκράτορες ήταν βέβαια επικίνδυνο να είναι κανείς πολύ πλούσιος να κατέχει πολλή γη, να έχει μια μεγάλη βίλα διακοσμημένη με πολύτιμα μάρμαρα, αγάλματα, ιαματικά λουτρά και ιπποδρόμιο. Έτσι η περιουσία θα περάσει το 182 μ.Χ. στα χέρια του αυτοκράτορα Κόμμοδου, ο οποίος θα δολοφονήσει τους ιδιοκτήτες με το πρόσχημα της συνωμοσίας. Ο Κόμοδος ήταν παρόμοιος στην παραφροσύνη με τον Νέρωνα: Αν ο Νέρωνας ήταν ένας φρικτός μουσικός με μανία για την λύρα, ο Κόμμοδος ήταν ο αυτοκράτορας-μονομάχος. Κατέβηκε στην αρένα 735 φορές και μπορούσε να σχίσει στα δύο έναν αντίπαλο με ένα σπαθί. Θέλησε το όνομα του Ρωμαίου Ηρακλή και πλάγιαζε με εκατοντάδες παλλακίδες, αλλά και αδελφές του. Η σύζυγός του εξορίστηκε και δολοφονήθηκε. Του χρειάστηκαν δύο χρόνια για να καταφέρει να εξοντώσει τους Κουιντίλι και να πάρει την βίλα και τα πλούτη τους.

Βίλα των Κουιντίλι

Ο Κόμμοδος ερωτεύτηκε την βίλα και την επέκτεινε μέχρι που έγινε η μεγαλύτερη και πλουσιότερη βίλα των προαστίων. Εκμεταλλεύτηκε τα ιαματικά λουτρά και άφησε το αποτύπωμα της μανίας του, κατασκευάζοντας και μια αρένα. Ήταν μια βίλα μακριά από το θόρυβο, την ζέστη και την δυσοσμία της Ρώμης, αλλά που επέτρεπε μια ταχεία επιστροφή στην πόλη, αν το απαιτούσε η κατάσταση.
Τα πολυάριθμα κτίρια που απαρτίζουν τη βίλα χωρίζονται σε διαφορετικές ομάδες και χαρακτηρίζονται από διαφορετικές κατασκευαστικές τεχνικές, αντίστοιχες των διαφορετικών φάσεων και χρονολογιών της κατασκευής. Πίσω από την γραφική είσοδο του νυμφαίου υπήρχε ένας τεράστιος κήπος που με ένα περιστύλιο μήκους 300μ. οδηγούσε στην κατοικία. Η βίλα εφοδιάζονταν με τρεχούμενο νερό από ειδικό υδραγωγείο ενώ τα δωμάτια είχαν ανεξάρτητη θέρμανση.
Η βίλα ήταν πλούσια σε μωσαϊκά και μάρμαρα, διέθετε επίσης και μεγάλους χώρους με λουτρά. Ένας ιστορικός έγραψε πως είχε ό,τι χρειάζονταν μια μεσαία πόλη: ιππόδρομο, αγορά, κρήνες και λουτρά.
Η εγκατάλειψη έλαβε χώρα σταδιακά ανά τομείς, από το τέλος του τέταρτου αιώνα και η βίλα μεταβλήθηκε σε «υπαίθριο λατομείο» με τη λεηλασία όχι μόνο των γλυπτών, των διάκοσμων και των μαρμάρων, αλλά και των τούβλων και των μετάλλων. Επί τόπου γίνονταν ακόμη και η παραγωγή ασβέστη. Ανάμεσα στους χώρους των λουτρών βρέθηκε μια πρόχειρη υψικάμινος για την καύση του μαρμάρου. Τα υπολείμματα της βίλας κατανέμονται σε μια τόσο ευρεία έκταση, που τον 18ο αιώνα η περιοχή ονομάζονταν από τους κατοίκους «αρχαία Ρώμη», νομίζοντας πως επρόκειτο για μια ολόκληρη πόλη.
Η εξερεύνηση ξεκίνησε το δέκατο έκτο αιώνα. Από τα πλούσια ευρήματα που βρέθηκαν με τις ανασκαφές, άλλα κατέληξαν σε ιδιωτικές σύλλογές, άλλα στα μουσεία του Βατικανού και άλλα στο Λούβρο. Το όνομα των πρώτων ιδιοκτητών θα βρεθεί χάρη στις μολυβένιες σωληνώσεις της βίλας που έφεραν χαραγμένο το όνομα των Κουιντίλι.
Η βίλα θα περιέλθει στο ιταλικό κράτος το 1986.

Έχουμε απομακρυνθεί πλέον αρκετά από την πόλη, η αρχή της Αππίας απέχει 8 χμ και οι πολυτελείς βίλες έχουν αραιώσει κατά πολύ. Στό έκτο μίλι, εκτός από κάποια αγάλματα και κάποια απομεινάρια ταφών, θα σταθούμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο: Πρόκειται για έναν κυκλικό τάφο, τον μεγαλύτερο της Αππίας Οδού, με περίμετρο 35 μέτρων. Εκεί θάφτηκε ο ύπατος Κορβίνος. Αρχικά ήταν όλος επενδυμένος με τραβερτίνη. Κατά τον 17° αιώνα προστέθηκε στην κορυφή του μια αγροικία που αργότερα μετατράπηκε σε οικία, θέαμα όχι σπάνιο στην Ρώμη. Πολλά μαρμάρινα θραύσματα που βρέθηκαν τριγύρω εντοιχίστηκαν σε έναν τούβλινο τοίχο που στήθηκε δίπλα στον τάφο για αυτόν το σκοπό.

Ο κυκλικός τάφος με το σπίτι στην κορυφή του.

Ο τοίχος με τα συγκεντρωμένα θραύσματα

Μεταξύ έκτου και έβδομου μιλίου θα διακρίνουμε στα αριστερά μας, στο βάθος, την τοξοστοιχία του ρωμαϊκού υδραγωγείου που έφερνε το νερό στην βίλα των Κουιντίλι. Πιο πέρα, άξιος προσοχής, υψώνεται ένας πύργος. Ονομάζεται Τόρε Σέλτσε. Η βάση του πρέπει να ήταν ένα μαυσωλείο, περίπου παρόμοιο στις διαστάσεις και στο σχήμα με αυτό της Καικίλιας Μετέλλης. Πάνω σε αυτή την «βάση», κατά τον Μεσαίωνα χτίστηκε ένας πύργος που λειτούργησε σαν φυλάκιο για να ελέγχει την γύρω περιοχή, λόγω του ύψους του.
Η Αππία θα συνεχίσει, γεμάτη τάφους και από τις δύο πλευρές. Στα αριστερά και στα δεξιά του δρόμου υπάρχουν πλέον μόνο αγροί και κάμποι. Μόλις φτάσουμε στο όγδοο μίλι θα συναντήσουμε έναν χώρο διάσπαρτο από κίονες. Αρχικά πίστευαν πως επρόκειτο για τον ναό του Ηρακλή αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα τετράστωο που ανήκε σε έναν χώρο στάσης και φαγητού για τους ταξιδιώτες.

Τόρε Σέλτσε

Τετράστωο (ναός του Ηρακλή)

Η Αππία οδός θα συνεχίσει για ένα ακόμη χιλιόμετρο, πάντα γεμάτη τάφους, θα μετατραπεί για λίγο σε εγκαταλειμμένο δρόμο αλλού σε μονοπάτι, αλλού σε καρόδρομο και θα διακοπεί οριστικά από το τσιμέντο και την άσφαλτο (φώτο). Ένα τμήμα της θα εμφανιστεί τους λόφους γύρω από την Ρώμη, με την μορφή ασφαλτοστρωμένου δρόμου.

Τι είναι σήμερα η Αππία Οδός για τους επισκέπτες της; Σίγουρα αποτελεί μια βουτιά στο μακρινό παρελθόν, προσφέρει την δυνατότητα να περπατήσει κανείς πάνω στις ίδιες πλάκες που κάποτε περπάτησε στρατός, αυτοκράτορες, σκλάβοι, επισκέπτες από την Ανατολή, βάρβαροι, προσκυνητές, σταυροφόροι, ντόπιοι βαρόνοι, πάπες και ταξιδιώτες της εποχής του ρομαντισμού. Τουρίστες την περπατούν με τα πόδια, αψηφώντας έστω και για λίγο τον δυνατό ήλιο.  Είναι ταυτόχρονα ένας γιγαντιαίος μουσειακός χώρος αλλά και ένας τόπος εκτόνωσης, καθώς εδώ έρχονται συχνά οι ντόπιοι για τρέξιμο και ποδηλασία. Αλλά κατά βάθος, κοιτώντας αυτά που μας τριγυρίζουν, είναι και δίδαγμα: «Tempus edax rerum» (ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα), έλεγε ο Οβίδιος, «πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει» έλεγε ο Ηράκλειτος. Ακολουθώντας την Αππία Οδό καταλαβαίνουμε πόσο δίκιο είχαν και οι δύο.