Γιατί δεν μιλάς; Αυτή την φράση ξεφώνησε ο Μιχαήλ Άγγελος, εκσφενδονίζοντας το σφυρί του στο γόνατο του τελειωμένου Μωυσή, όταν στάθηκε μπροστά του και παρατηρώντας τον, θαύμασε την τελειότητα του έργο του. Γνώριζε πως ο Μωυσής ήταν ένα από τα κορυφαία καλλιτεχνήματά του. Αλλά ας ξεκινήσουμε από την αρχή.

Το 1505 ο πάπας Ιούλιος Β’ αποφασίζει την κατασκευή ενός ταφικού μνημείου για το πρόσωπό του και η επιλογή του καλλιτέχνη θα πέσει στον Μιχαήλ Άγγελο. Ο Μιχαήλ Άγγελος θα δεχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη, αγνοώντας πως η ολοκλήρωση του συμπλέγματος του τάφου θα έπαιρνε 40 χρόνια από την ζωή του, γεμάτα έριδες, κατηγορίες, στενοχώριες, αλλεπάλληλους σχεδιασμούς του έργου, διακοπές, συκοφαντίες και απειλές.

Ξεκινώντας με ενθουσιασμό και αφιερώνοντας τους πρώτους 8 μήνες αποκλειστικά για την επιλογή του μαρμάρου, θα δει το ενδιαφέρον του πάπα να υποχωρεί και να αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην οικοδόμηση του νέου Αγίου Πέτρου. Θα εγκαταλείψει την Ρώμη απογοητευμένος όπου και θα επιστρέψει και πάλι για την δημιουργία της Capella Sistina. Τον επόμενο έτος ο πάπας θα πεθάνει.
Οι κληρονόμοι του πάπα θα μετατρέψουν διαδοχικά το αρχικό σχέδιο (μαυσωλείο με 47 αγάλματα) σε ένα «απλό» μνημείο που στηρίζονταν σε έναν τοίχο και θα αλλάξουν τα σχέδια 6 φορές κατά τα επόμενα 20 χρόνια, θέτοντας όρους και περιορισμούς, φτάνοντας μέχρι και τις απειλές για καταγγελία για υπεξαίρεση του δοθέντος χρηματικού ποσού. Τελικά το έργο θα αποπερατωθεί το 1545.

Ο Μωυσής, ένα από τα κορυφαία έργα του Μιχαήλ Άγγελου, έχει να επιδείξει ανατομική τελειότητα, μεγαλοπρέπεια, καλλιτεχνικό γιγαντισμό (κλίμακα 2:1) και ένταση στα χαρακτηριστικά και στην στάση.
Πρόκειται για χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλα τα μεγάλα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και που θα ονομαστούν με μια λέξη “terribilità“, η τρομερή επιβλητικότητα του Μιχαήλ Άγγελου, θα λέγαμε. Αν και αρχικά ήταν μόνο ένα από τα 47 αγάλματα του συμπλέγματος, στο τέλος θα είναι η κεντρική του μορφή. Όπως είπε άλλωστε και ο ίδιος ο καλλιτέχνης, «το άγαλμα μόνο του φτάνει και περισσεύει για να τιμήσει την ταφή του Ιουλίου Β’».
Ο Μωυσής στέκεται καθιστός, κρατώντας τις Δέκα Εντολές, με το κεφάλι γυρισμένο προς τα αριστερά και με μια «τρομερή» έκφραση στο πρόσωπο, που καθρεφτίζει τον χαρακτήρα του Μιχαήλ Άγγελου: Οξύθυμος, περήφανος συγκεντρωμένος και σοβαρός.
Εκπλήσσουν και προκαλούν θαυμασμό οι λεπτομέρειες όπως οι φλέβες, οι μύες και οι τένοντες των χεριών, η τελειότητα, ο σχεδιασμός και ο κυματισμός της γενειάδας, το χέρι που την στριφογυρίζει.

Στο κεφάλι του Μωυσή διακρίνονται δύο κέρατα, τα οποία γέννησαν κατά καιρούς άπειρες συζητήσεις και θεωρίες. Η εξήγηση είναι αρκετά απλή και ανάγεται στην λανθασμένη μετάφραση της Εξόδου (Es. 34,29 Vulg.), στην Βουλγάτα, από τα εβραϊκά στα λατινικά. Συγκεκριμένα, το “qāran“ (‏קָרַן‎), λέξη με διπλή έννοια, μεταφράστηκε σαν κέρας αντί για αχτίδα. Πράγματι, η Έξοδος λέει πως κατά την κάθοδο από το όρος με τις Δέκα Εντολές, από το κεφάλι του Μωυσή ξεπετάγονταν δύο αχτίδες φωτός.

Εκτός από το ανέκδοτο με το σφυρί, λέγεται πως μια μέρα ο σημαιοφόρος Pier Soderini έκανε την παρατήρηση στον Μιχαήλ Άγγελο πως η μύτη του Μωυσή ήταν δυσανάλογη σε σχέση με το υπόλοιπο πρόσωπο. Ο καλλιτέχνης, δίνοντας την εντύπωση πως εκτιμούσε την κριτική, πήρε σμίλη και σφυρί, και γυρίζοντας την πλάτη στον σημαιοφόρο προσποιήθηκε πως έδινε μερικά χτυπήματα για να μειώσει την μύτη. «Τώρα είναι μια χαρά», θα πει ο Soderini, μετά το πέρας της ψεύτικης επέμβασης.

Τάφος Ιουλίου Β'

Μνημειακός τάφος

Το σύμπλεγμα βρίσκεται στον ναό του San Pietro in vincoli (Σαν Πιέτρο ιν βίνκολι), έναν ναό δύο βήματα από το Κολοσσαίο. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική, όπου τα τρία κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους από δύο σειρές ρωμαϊκών στηλών κορινθιακού ρυθμού. Ο ναός κατασκευάστηκε αρκετά νωρίς, το 442 από την Ευδοξία, κόρη του Θεοδόσιου Β’. Σκοπός της κατασκευής του ναού ήταν να φιλοξενήσει τις αλυσίδες (vincula) που κάποτε δέσμευαν τον απόστολο Πέτρο κατά την φυλάκισή του στην Ρώμη. Οι αλυσίδες είχαν δωριθεί από την Ευδοκία, μητέρα της Ευδοξίας και σύζυγο του Θεοδοσίου Β’, που με την σειρά της τις είχε δεχτεί σαν δώρο από τον πατριάρχη των Ιεροσολύμων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πάπας Λέοντας Α’ πλησιάζοντας μεταξύ τους τις δύο άκρες των αλυσίδων για να τις παρατηρήσει, τις είδε να ενώνονται με αδιαχώριστο τρόπο. Οι αλυσίδες φυλάσσονται σε μια μπρούτζινη θήκη του 1477, στο σκευοφυλάκιο στο κέντρο του ιερού.

Κάποτε εκεί φυλάσσονταν και μια εικόνα του Ιωάννη του Βαπτιστή. Λέγεται πως μια μέρα ο Τζιότο, κάνοντας επίσκεψη στον ζωγράφο του πίνακα, επωφελούμενος από μια ολιγόλεπτη απουσία του τελευταίου, ζωγράφισε στο πρόσωπο του Βαπτιστή μια μύγα, τόσο τέλεια, που ο ζωγράφος, κατά την επιστροφή του, προσπάθησε αρκετές φορές μάταια να απομακρύνει. Η εικόνα κλάπηκε και δεν υπάρχει πια.

Το πιο αξιοπερίεργο γεγονός είναι πως τελικά το σώμα του Ιούλιου Β’, παρά τα ουκ ολίγα προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά την μακρόχρονη κατασκευή του ταφικού μνημείου, δεν θα ταφεί στο μνημείο που καλλιτέχνησε ο Μιχαήλ Άγγελος, αλλά βρίσκεται ενταφιασμένο στην βασιλική του Αγίου Πέτρου.

 MAP