“Εgo sum pleno quem flumine cernis stringentem ripas et pinguia culta secantem, caeruleus Thybris, caelo gratissimus amnis”.
(Εγώ είμαι αυτός που βλέπεις να σφίγγει τις όχθες με το ισχυρό του ρεύμα και να διασχίζει τις πλούσιες καλλιέργειες, ο γαλάζιος Τίβερης, ευάρεστος στον ουρανό).
Αινειάδα, βιβλίο VIII.
Οι πλημμύρες του Τίβερη ήταν μέρος της ιστορίας της Ρώμης για πάνω από 2600 χρόνια, από την ίδρυσή της μέχρι τον 19° αιώνα. Μάλλον λόγω μιας πλημμύρας πριν από 28 αιώνες παρασύρθηκε το καλάθι με τον Ρωμύλο και τον Ρέμο μέχρι το σημείο όπου βρέθηκαν από την λύκαινα και ίσως το όνομα των δύο παιδιών προέρχεται από το Rumon, ετρουσκικό όνομα του Τίβερη. Μόνο η κατασκευή των πλευρικών προστατευτικών τειχών στο αστικό τμήμα του ποταμού και ορισμένων φραγμάτων κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα, επέτρεψαν τον έλεγχο των πλημμυρών του Τίβερη και λύτρωσαν την Ρώμη από αυτή την συνεχή απειλή.
Από το 414 π.Χ. (χρονολογία της παλαιότερης πλημμύρας για την οποία γίνεται αναφορά από τον Τίτο Λίβιο) μέχρι το 1277, όπου τοποθετείται η πρώτη αναμνηστική πλάκα που σώζεται μέχρι σήμερα, καταγράφηκαν 58 πλημμύρες, κατά μέσο όρο μία κάθε 30 χρόνια.
Συνολικά, από την αρχαιότητα μέχρι το 1870 υπήρξαν 132 πλημμύρες, οι οποίες μπορούν να διανεμηθούν στις διάφορες ιστορικές περιόδους ως εξής:
- 26 από την ίδρυση της πόλης μέχρι την έναρξη της χριστιανικής εποχής.
- 30 από το έτος 1 έως το 500.
- 21 από το 500 έως το 1000.
- 23 από το 1000 έως το 1500.
- 32 από το 1500 έως το 1870.
Ο Τίβερης και οι όχθες του πριν το 1870
Οι αιτίες του φαινόμενου της υπερχείλισης είναι διάφορες: Η μέση ροή του Τίβερη, περίπου 240 m³/s, μικρή σε σύγκριση με τους μεγάλους ευρωπαϊκούς ποταμούς, μπορεί να δεκαπλασιαστεί κατά τη διάρκεια μεγάλων νεροποντών. Εκτιμάται ότι κατά την πλημμύρα της 24 Δεκεμβρίου 1598, την υψηλότερη που έχει καταγραφεί ποτέ, η ροή του ποταμού έφτασε τα 4000 m³/s(αυτή του Νείλου φτάνει τα 3000 m³/s). Επίσης, διασχίζοντας την Ρώμη, ο Τίβερης σχηματίζει δύο μεγάλες στροφές και όταν «φουσκώνει» τείνει να ακολουθήσει ευθεία πορεία, διασχίζοντας την πόλη.
Ένας άλλος ακόμα λόγος είναι πως στο ύψος της Ρώμης η κλίση της κοίτης είναι ελάχιστη και το νερό δεν κυλά αρκετά γρήγορα προς την θάλασσα. Επίσης, το ευρύ αποχετευτικό σύστημα που είχε κατασκευαστεί από την ρωμαϊκή εποχή για να οδηγεί τα νερά της πόλης στον Τίβερη, κατά τις πλημμύρες λειτουργούσε αντίστροφα, κατακλύζοντας το κέντρο με τα νερά του ποταμού. Τέλος, οι πολλές γέφυρες και η ύπαρξη μιας οικονομίας ανεπτυγμένης στο ποτάμι, αποτελούμενης από μαούνες που μετέφεραν εμπορεύματα, από βάρκες, πλωτούς υδρόμυλους και κατοικίες, λειτουργούσε σαν πραγματικό πώμα στην ροή του ποταμού, όταν όλα αυτά τα εμπόδια παρασύρονταν και σχημάτιζαν πραγματικά φράγματα στις καμάρες των γεφυρών.
Κατά τα αρχαία χρόνια οι Ρωμαίοι, πρακτικοί άνθρωποι, προτίμησαν να προσαρμοστούν σε αυτό το φαινόμενο παρά να το πολεμήσουν, υιοθετώντας την πιο απλή και αποτελεσματική λύση: κατοίκησαν στις πλαγιές και στις κορυφές των λόφων, συγκεντρώνοντας στην κοιλάδα τα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα, όπως και τα δημόσια κτίρια. Υπήρχε επίσης η μορφή του συντηρητή της κοίτης (curator alvei), ο οποίος εξασφάλιζε την καθαριότητα και την συντήρηση της κοίτης και των όχθων.
Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας κάθε έλεγχος εγκαταλείφθηκε και η σχέση των κατοίκων με τον Τίβερη σημαδεύτηκε από την απόλυτη μοιρολατρία. Η παρακμή, η μείωση του πληθυσμού, η καταστροφή των υδραγωγείων και οι λεηλασίες (ειδικά αυτή του 1084) ανάγκασαν τον επιζώντα πληθυσμό να συγκεντρωθεί κοντά στο ποτάμι για να υπερασπίζεται καλύτερα και για να έχει πρόσβαση στο νερό.Το αποτέλεσμα ήταν διπλά αρνητικό, δεδομένου ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού βρέθηκε σε μια περιοχή εκτεθειμένη στις πλημμύρες ενώ παράλληλα η υπερβολική συγκέντρωση έθεσε τα θεμέλια για την διάβρωση και την εξαφάνιση των όχθων, όπου κατασκευάστηκαν κατοικίες και βιοτεχνίες.
Για 11 ολόκληρους αιώνες η παπική Ρώμη χαρακτηρίστηκε από απόλυτη αδράνεια και μόνο στις αρχές του 17° αιώνα, μετά από μια απίστευτη σειρά καταστροφικών πλημμυρών, εκπονήθηκαν ορισμένα σχέδια για την μετατόπιση του ρεύματος του ποταμού που όμως δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.
Δύο μήνες μετά την Ένωση της Ρώμης με την Ιταλία (1870) συνέβηκε μια μεγάλη υπερχείλιση με επακόλουθη πλημμύρα, κατά την οποία η στάθμη ανέβηκε 17 μέτρα πάνω από τα όρια. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και δημιουργήθηκε μια ειδική επιτροπή για να βρεθεί μια οριστική λύση στο πρόβλημα. Ο ίδιος ο Γαριβάλδης πρότεινε να μετατοπιστεί η κοίτη του Τίβερη έξω από την Ρώμη. Τελικά θα επιλεχθεί η λύση της κατασκευής ψηλών προστατευτικών τειχών από τραβερτίνη κατά όλο το μήκος της αστικής διαδρομής. Οι εργασίες θα κρατήσουν 50 χρόνια και μαζί με ένα νέο σύστημα φραγμάτων θα επιφέρουν την τελική λύση στο πρόβλημα των υπερχειλίσεων, αλλοιώνοντας όμως εν μέρει το παραδοσιακό πρόσωπο της πόλης. Μια τελευταία υπερχείλιση το 1937 συγκρατήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τα τείχη και οι ζημιές ήταν ελάχιστες.
Ο 16ος αιώνας ήταν αυτός με τις μεγαλύτερες υπερχειλίσεις, καθώς μεταξύ 1495 και 1606 σημειώθηκαν 7 εξαιρετικές πλημμύρες: μεταξύ αυτών τραγική ήταν αυτή της 8ης Οκτωβρίου 1530 η οποία προκάλεσε 3.000 θανάτους και καταστράφηκαν περισσότερα από 300 σπίτια. Ίδιας έντασης ήταν αυτή της 15 Σεπτεμβρίου 1557, με άλλους 3.000 θανάτους, σοβαρές ζημιές σε κτίρια και εκκλησίες και βουνά λάσπης που αφαιρέθηκαν μετά από δεκαετίες. Το ίδιο και αυτή της 24ης Δεκεμβρίου 1598. Οι θάνατοι που προκαλούνταν από τις πλημμύρες δεν έπαυαν με τη μείωση της στάθμης του νερού και με την επιστροφή της στα κανονικά επίπεδα: οι περιοχές δίπλα στο ποτάμι συνέχιζαν να είναι ανθυγιεινές και θανατηφόρες και μετά από καιρό, καθώς τα σπίτια συχνά παρέμεναν κάτω από το νερό μέχρι τον τρίτο όροφο και ήταν δύσκολο να καθαριστούν μετά από την λάσπη και την υγρασία. Αυτός είναι ο λόγος που μετά από πλημμύρες συχνά ακολουθούσαν περίοδοι λιμού και θανατηφόρων επιδημιών.
Αναμνηστικές Πλάκες
Άξιες λόγου είναι οι αναμνηστικές πλάκες που τοποθετούνταν στις προσόψεις μετά από τις πλημμύρες, δείχνοντας το ύψος που έφτασε η στάθμη του νερού. Δεν είχαν μόνο αναμνηστικό σκοπό αλλά και προειδοποιητικό, γιατί για την εκκλησία και τον λαό η πλημμύρα δεν ήταν απλώς ένα καιρικό ή φυσικό φαινόμενο αλλά θεία τιμωρία. Συνολικά στήθηκαν 122 πλάκες μέχρι το 1937, από τις οποίες σήμερα υπάρχουν μόνο 88, σε διάφορα χαμηλά σημεία της πόλης. Ορισμένες θυμίζουν μόνο το γεγονός, άλλες αναφέρονται στην περίοδο (με την ημέρα, μήνα και έτος), άλλες προσθέτουν και άλλα στοιχεία. Μια βάρκα ή ένα χέρι δείχνουν την γραμμή του ύψους της στάθμης.
Μπορείτε να βρείτε τις επιγραφές των πλημμυρών του Τίβερη στον χάρτη.
Leave A Comment