Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά. Το ζευγάρι, βαδίζοντας χέρι -χέρι, έστριψε και κατευθύνθηκε προς τον Πόντε Μίλβιο, μια από τις πιο παλιές γέφυρες της Ρώμης. Οι δύο περπατούσαν πλέον αγκαλιασμένοι πάνω στο σκληρό και φαγωμένο από τα χρόνια και τους ανθρώπους πέτρινο οδόστρωμα της γέφυρας και τα βήματά τους, τους οδήγησαν ακριβώς κάτω από τον κεντρικό φανοστάτη όπου και στάθηκαν.

Χαμηλά, τα νερά του Τίβερη κυλούσαν νωχελικά, φωτισμένα από τις ασημένιες ανταύγειες του φεγγαριού. Το αγόρι, χαμογελώντας και με κάπως άτσαλες κινήσεις έβαλε το χέρι του στην τσέπη και το τράβηξε κρατώντας ένα λουκέτο. Η κοπέλα αποκρίθηκε στο χαμόγελό του, βγάζοντας από την τσάντα της έναν μαρκαδόρο. Κάτω από το κίτρινο φως του φανοστάτη έγραψαν τα ονόματά τους και την ημερομηνία πάνω στο λουκέτο και το πέρασαν από μια οπή της σιδερένιας κολόνας, κλειδώνοντάς το. Φιλήθηκαν και όπως ήταν αγκαλιασμένοι έριξαν το κλειδί στα σκοτεινά νερά του ποταμού. Η αγάπη τους θα έμενε αιώνια και δεν θα λύνονταν ποτέ, όπως δεν θα άνοιγε ποτέ πια το λουκέτο τους. Απομακρύνθηκαν αγκαλιασμένοι, ένιωθαν την ανάγκη να κάνουν έρωτα.

Να ήταν άραγε δική τους η πρωτότυπη ιδέα ή να την πήραν από το βιβλίο του Φεντερίκο Μότσια “tre metri sopra il cielo”; Η να την δανείστηκε ο συγγραφέας, βλέποντας το λουκέτο στον φανοστάτη; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Ίσως κάπως έτσι να στήθηκε το πρώτο λουκέτο της αγάπης πάνω στον φανοστάτη του πόντε Μίλβιο (ponte Milvio) λίγο μετά το 2000. Ίσως να το είπαν στους φίλους τους ή κάποια άλλα ζευγάρια να τους είδαν, δεν θα ήταν παράξενο σε ένα τέτοιο μέρος όπου συχνάζουν αρκετοί νέοι. Σίγουρα συνέβαλε στην διάδοση και η επιτυχία της κινηματογραφικής διασκευής του μυθιστορήματος. Ο συμβολισμός άρεσε πολύ και πήρε πόδι, εξαπλώθηκε σαν φωτιά και κυρίευσε πάρα πολλά νεανικά ζευγάρια. Βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια εποχή στερημένη από ρομαντισμό και ιδεώδη, όπου η νεανική αθωότητα και ο ενθουσιασμός κάνουν δυνατή την πεποίθηση πως η πρώτη αγάπη θα μείνει άφθαρτη και παντοτινή. Ιδέες που περνούν από το μυαλό των νέων ή από το μυαλό ενός συγγραφέα.

Τα λουκέτα έγιναν δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες. Κάποια στιγμή, το 2007, ο γέρικος φανοστάτης, καλυμμένος ολόκληρος με λουκέτα, λύγισε κάτω από το βάρος και έπεσε, βγαίνοντας από την βάση του. Τότε παρενέβη πλέον ο Δήμος που ποτέ δεν είδε με καλό μάτι αυτή την νεανική «μόδα». Ο φανοστάτης αποκαταστήθηκε αλλά απαγορεύτηκε δια ροπάλου η τοποθέτηση των λουκέτων πάνω του. Παράλληλα, για να ικανοποιηθεί ή όλο και πιο αυξανόμενη επιθυμία των ζευγαριών, στήθηκαν έξι επιμήκεις βάσεις κατά μήκος της γέφυρας, κάτω από τους φανοστάτες της. Οι βάσεις γρήγορα γέμισαν και αυτές με λουκέτα, καθώς η φήμη ξεπέρασε τα όρια της πόλης και ζευγάρια απ’ όλη την Ιταλία έρχονταν για να κλειδώσουν το λουκέτο τους. Τελευταία δημιουργήθηκε ξανά πρόβλημα με τον Δήμο για την διαχείριση της γέφυρας, η οποία αποτελεί ιστορικό μνημείο και σύμφωνα με τους αρμόδιους βεβηλώνεται από την παρουσία των λουκέτων. Η άμεση και βραχυπρόθεσμη μελλοντική λύση θα είναι η δημιουργία μιας μεγάλης εξέδρας στις όχθες του Τίβερη, δίπλα στην γέφυρα, όπου θα μεταφερθούν όλα τα ήδη υπάρχοντα λουκέτα, καθώς και η δημιουργία χώρου για μελλοντικές τοποθετήσεις.

Βέβαια, εκτός από τον νεανικό ιδεαλισμό και αυθορμητισμό, το φαινόμενο έχει να παρουσιάσει και την άλλη πλευρά, την πλευρά του business. Πλανόδιοι πωλητές στην γέφυρα πουλούν σε τσουχτερές τιμές κάθε είδους λουκέτα, ενώ ειδικευμένες ιστοσελίδες προσφέρουν την δυνατότητα αγοράς εξατομικευμένων λουκέτων, merchandising, δυνατότητα δημιουργίας εικονικών και καταχώρηση ονομάτων και ημερομηνιών σε ειδικές βάσεις δεδομένων.

Λουκέτα δεν υπάρχουν μόνο στον πόντε Μίλβιο, «ίχνη» συναντάμε και σε άλλες γέφυρες της πόλης καθώς και στην υπόλοιπη Ιταλία.

Μάλλον οι δύο νέοι στην αρχή της ιστορίας δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν την εξέλιξη που θα έπαιρνε η πράξη τους· ίσως, αν βρίσκονται ακόμα μαζί, να κρυφοκοιτάζουν από κάπου και να χαμογελούν, βλέποντας τους χιλιάδες μιμητές τους και τα χιλιάδες λουκέτα, μαρτυρία ισάριθμων ιστοριών και υποσχέσεων παντοτινής αγάπης.

Ο Ponte Milvio βρίσκεται εδώ.