“Sic deinde, quicumque alius transiliet moenia mea”

«Έτσι, από εδώ και στο εξής, ας πεθάνει όποιος τολμήσει να περάσει πάνω από τα τείχη μου.»

Ρώμυλος (Tito Livio, Ab Urbe condita, I,7,2-3)

Τα τείχη της Ρώμης αναπτύχθηκαν σταδιακά κατά την διάρκεια των αιώνων, από την ίδρυση της πόλης μέχρι τον δέκατο έβδομο αιώνα. Μπορούν να διαιρεθούν σε έξι διαφορετικά αμυντικά συστήματα, καθένα από τα οποία αναπτύχθηκε σε διαφορετική εποχή. Κατά μεγάλο βαθμό είναι ακόμη ορατά και καλοδιατηρημένα.

Αναλυτικά και ξεκινώντας από το εσωτερικό προς το εξωτερικό (ή από το παλαιότερο προς το νεώτερο), τα έξι διαδοχικά οχυρωματικά συστήματα είναι τα εξής:

  • Τείχη Ρωμύλου
  • Σέρβια Τείχη
  • Αυρηλιανά Τείχη
  • Λεόντεια Τείχη
  • Τείχη του Βατικανού
  • Τείχη του Τζανίκολο

Τα τείχη δεν είχαν μόνο αμυντική σημασία, ήδη από την αρχαιότητα θεωρούνταν «ιερά», καθόριζαν το pomerium, τα ιερά σύνορα της πόλης της Ρώμης (urbs) και οι παραβάτες τιμωρούνταν αυστηρά.

Τα πιο σημαντικά τείχη στην Ρώμη είναι τα Αυρηλιανά. Τα Αυρηλιανά Τείχη ήταν ένας περιμετρικός οχυρωματικός περίβολος της πόλης που κατασκευάστηκε μεταξύ του 270 και του 273 από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό (Lucius Domitius Aurelianus) για να προστατεύσουν την Ρώμη, την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, από τις επιθέσεις των βαρβάρων του βορρά.

Υπέστησαν αρκετές ανακαινίσεις σε μεταγενέστερες περιόδους, τόσο σε αρχαίους χρόνους, όσο και σε σύγχρονες εποχές. Για τελευταία φορά τα τείχη υπεράσπισαν το παπικό κράτος, κατά την πτώση της Ρώμης, το 1870. Σήμερα παρουσιάζονται σε αρκετά καλή κατάσταση, τουλάχιστον σε μεγάλα τμήματά τους και περικλείουν, με ορισμένες εξαιρέσεις, τις ιστορικές συνοικίες του ιστορικού κέντρου της Ρώμης.

Κατά την αρχαιότητα τα Αυρηλιανά Τείχη είχαν μήκος 19 χλμ (σήμερα 13), τεράστια για την εποχή. Παρουσίαζαν 378 ευθύγραμμα τμήματα τείχους (μεταπύργια) με οδοντωτές επάλξεις, τα οποία διακόπτονταν κάθε 29,6 μέτρα (100 ρωμαϊκά πόδια) από 381 πύργους με τετραγωνική βάση. Υπήρχαν 14 κύριες πύλες καθώς από άλλες μικρότερες, δευτερεύοντα περάσματα και χιλιάδες πολεμίστρες. Χαρακτηριστικό της βιασύνης των κατασκευαστών ώστε να ολοκληρωθεί το έργο σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι το φαινόμενο της ενσωμάτωσης στα τείχη οποιασδήποτε κατασκευής βρίσκονταν στον δρόμο τους, ώστε να εξοικονομηθούν χρόνος και υλικά. Για παράδειγμα, παρατηρούμε την πυραμίδα του Κέστιου, η οποία έγινε κυριολεκτικά μέρος των τειχών.

Το νέο αμυντικό τείχος χτίστηκε με τούβλα. Σε αντίθεση με τα παλιά τείχη της πόλης, τα νέα τείχη παρουσίαζαν ορθογώνιους πύργους σε τακτά διαστήματα, καθώς και προστατευμένες διαβάσεις στο εσωτερικό τους, που οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν για να μετακινούνται από το ένα σημείο στο άλλο, ώστε να βρίσκονται πάντα προστατευμένοι.

Καλυτερεύσεις έγιναν από τον Μαξέντιο τον 4° αιώνα και ακόμη πιο σημαντικές από τον αυτοκράτορα Ονώριο περίπου έναν αιώνα αργότερα (διπλασιασμός του ύψους), όταν εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Γότθοι του Αλάριχου. Άλλες επεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν τον έκτο αιώνα, από τον Βελισάριο, στρατηγό του Ιουστινιανού, ο οποίος κατάφερε να σταματήσει τους Οστρογότθους κάτω από τα τείχη της Ρώμης. Λίγο αργότερα, τα τείχη θα αντιμετωπίσουν μια εικοσαετή πολιορκία των Λογγοβάρδων. Μετά από αυτό το επεισόδιο η αυτοκρατορία και η πόλη θα πέσουν σε παρακμή και θα ανέλθει η εκκλησιαστική εξουσία. Κατά τον 15° αιώνα, ο πάπας Πίος Δ’ θα επιφέρει τροποποιήσεις στα Αυρηλιανά Τείχη για μια καλύτερη προστασία της πόλης, όταν θα εμφανιστούν οι Βερβερίνοι πειρατές που μάστιζαν τα κοντινά παράλια. Μεταγενέστερες και πολυάριθμες επεμβάσεις, καθώς και προσθήκες καινούργιων τειχών (Βατικανού, Τζανίκολο), θα πραγματοποιηθούν επίσης από τους διάφορους πάπες, μέχρι τον 19° αιώνα.
Σήμερα μερικά τμήματα δεν υπάρχουν πια, ενώ στις αρχές του εικοστού αιώνα πραγματοποιήθηκαν αρκετές διανοίξεις για τις ανάγκες της συγκοινωνίας. Ορισμένα τμήματα βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, άλλα, πιο εκτενή, διατηρούνται πολύ καλά.

Ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία παρουσιάζουν οι πύλες των τειχών, ορισμένες από τις οποίες είναι μνημειακές. Η επιβλητικότητά τους ήταν ανάλογη της σημασίας των δρόμων (ρωμαϊκές οδοί) που τις διέσχιζαν και που οδηγούσαν έξω από την πόλη. Με βάση αυτό το κριτήριο χωρίζονταν σε τρεις τύπους, I, II και III. Ο τύπος I, ο πιο σημαντικός, διέθετε διπλή αψίδα, δάπεδο από μάρμαρο και πλαισιώνονταν από διπλούς κυλινδρικούς πύργους. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει το φαινόμενο της «χριστιανοποίησης» των πυλών, κατά το οποίο, εκτός από την προσθήκη χριστιανικών συμβόλων, αρκετές από αυτές θα χάσουν και το αρχικό τους όνομα που αναφέρονταν στην ρωμαϊκή οδό και θα αποκτήσουν ονόματα αγίων. Σημάδι σίγουρα παρακμής των ιστορικών οδών και απώλεια της σπουδαιότητας του σκοπού τον οποίο εξυπηρετούσαν.
Η Ρώμη, είναι η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα η οποία διατηρεί σχεδόν ολόκληρο τον οχυρωματικό της περίβολο.