Αναζητώντας ένα τάφο

Ο Τίτος Λίβιος, ο σημαντικότερος Ρωμαίος ιστορικός του «Χρυσού Αιώνα» του Αυγούστου, στο κυριότερο έργο του «Ab urbe condita» (από κτίσεως της πόλης), μιλά εκτενώς για τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό  και αναφέρει πως ο τόπος ταφής του και ο οικογενειακός τάφος των Σκιπιώνων βρίσκονταν πάνω στην Αππία Οδό. Οι Σκιπίωνες ήταν μια από τις πιο σημαντικές οικογένειες της Ρώμης και ήταν λογικό να είναι γνωστός σε όλους εκείνη την εποχή ο μνημειακός τους τάφος. Την τοποθεσία την επιβεβαιώνει μάλιστα και ο Κικέρωνας. Παρόλα αυτά, όσο και αν τον έψαξαν κατά τους αιώνες, ποτέ δεν βρέθηκε. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια και η πληθώρα των ρωμαϊκών τάφων και μαυσωλείων που βρίσκονται πάνω στην Αππία Οδό, που ασφαλώς δημιουργούσε σύγχυση και αδυναμία ταυτοποίησης. Επίσης, οι έρευνες εκτελούνταν αποκλειστικά έξω από τα Αυρηλιανά τείχη και ποτέ στο εσωτερικό τους.

Το σημείο της παλαιάς Αππίας Οδού (via San Sebastiano) όπου βρίσκεται ο τάφος των Σκιπιώνων (αριστερά).

Το σημείο της παλαιάς Αππίας Οδού (via San Sebastiano) όπου βρίσκεται ο τάφος των Σκιπιώνων (αριστερά).

Α: τάφος Σκιπιώνων, Β: Κολουμβάριο, C: Insula

Α: τάφος Σκιπιώνων, Β: Κολουμβάριο, C: Insula

Στην αρχαία Ρώμη τα νεκροταφεία και οι τάφοι βρίσκονταν πάνω ή κοντά στους δημόσιους δρόμους που οδηγούσαν έξω από την πόλη και ίσχυε αυστηρά η απαγόρευση ενταφιασμού στο εσωτερικού του pomerium, την ιερή οριοθέτηση που περιέκλειε το urbs, την πόλη. Για τους Ρωμαίους ο νεκρός έπρεπε να βρίσκεται μεν ανάμεσα στους ζωντανούς αλλά αυτό ίσχυε μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Αυτή η απαγόρευση έσωσε την Ρώμη από τις μολυσματικές επιδημίες κατά την αρχαία περίοδο αλλά απ’ όταν ο χριστιανισμός επέτρεψε την ταφή στους κήπους εντός της πόλης και στο εσωτερικό των εκκλησιών, περίπου από τον 8° αιώνα – μαζί με την απουσία μιας υποτυπώδους υγιεινής-, οι επιδημίες μάστισαν τους κατοίκους. Το pomerium ωστόσο ήταν μια κινητή οριοθέτηση και ακολουθούσε την ανάπτυξη της πόλης. Σε κάποια εποχή ταυτίστηκε με τα Αυρηλιανά τείχη, εξ ου και η αναζήτηση του τάφου στο εξωτερικό των τειχών. Όμως, οι «αρχαιολόγοι» των σκοτεινών αιώνων δεν γνώριζαν πως όταν η πόλη ήταν μικρότερη, το pomerium ταυτίζονταν με τα προηγούμενα τείχη, τα Σέρβια Τείχη, τα οποία είχαν μια πολύ μικρότερη περίμετρο. Ο οικογενειακός τάφος βρίσκονταν λοιπόν πιο κοντά στην πόλη απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Επίσης, οι μεγάλες διαστάσεις δεν πρόδωσαν την θέση του γιατί είχε κατασκευαστεί στο εσωτερικό της βάσης ενός πετρώδους λόφου. Με λίγα λόγια, είχε σκαφτεί, δεν είχε οικοδομηθεί.

Τομή του αρχαιολογικού χώρου

Εικονική απεικόνιση του τάφου

Sepulcrum Scipionum

Με μια πρώτη τυχαία ανακάλυψη το 1617 θα έλθουν στο φως δύο σαρκοφάγοι. Ήταν μια εποχή κατά την οποία η αρχαιολογία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί σαν επιστήμη και «επιλεγμένα» ευρήματα κατέληγαν στις ιδιωτικές συλλογές ισχυρών και πλουσίων. Σε αυτή την περίπτωση άξιες προσοχής κρίθηκαν μόνο οι επιγραφές, οι οποίες κόπηκαν από λιθοξόους και πουλήθηκαν σε ιδιώτες, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα πετάχτηκαν.
Το 1780 θα γίνει η δεύτερη ανακάλυψη: Δύο αδέλφια, ιδιοκτήτες ενός αμπελώνα στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονταν ο υπόγειος τάφος, σκάβοντας για να επεκτείνουν το υπόγειο κελάρι τους, θα βρουν την πρόσβαση προς τον τάφο. Για το όργιο καταστροφών που ακολούθησε, δεν υπάρχουν σίγουρες πληροφορίες. Άλλες πηγές αναφέρουν πως έγιναν με την συναίνεση του Πίου Δ’, λάτρη και συλλέκτη αρχαιοτήτων, άλλες αναφέρουν πως ο τάφος ήταν ήδη κατεστραμμένος κατά την ανακάλυψη. Το σίγουρο είναι πως ο τάφος καταστράφηκε, όλες οι σαρκοφάγοι έγιναν κομμάτια, ό,τι πολύτιμο βρέθηκε στο εσωτερικό τους πουλήθηκε σε ιδιώτες, οι επιγραφές και τα ανάγλυφα πήραν τον δρόμο του Βατικανού, τα οστά των Σκιπιώνων διασκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Όλα, εκτός από τα οστά του γιου του Κορνήλιου Σκιπίωνα Βαρβάτου, τα οποία ύστερα από την παρέμβαση ενός γερουσιαστή από την Βενετία τοποθετήθηκαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα και μεταφέρθηκαν στην βίλα του, κοντά στην Πάντοβα.

Το πλευρό της εισόδου

Το πλευρό της εισόδου

Στο βάθος η σαρκοφάγος του Λούκιου Κορνήλιου Σκιπίωνα Βαρβάτου. Η σαρκοφάγος έχει σχήμα βωμού, με δωρική ζωφόρο, τρίγλυφα και μετόπες διακοσμημένες με ρόδακες. Το κάλυμμα τελειώνει με δύο μαξιλάρια στις πλευρές που μοιάζουν με ιωνικές ελικοειδείς διακοσμήσεις. Επίσης, στην πάνω πλευρά είναι σκαλισμένο ένα κυλινδρικό αντικείμενο, το οποίο τερματίζει και στα δύο άκρα με φύλλα άκανθας. Διακρίνεται η ελληνική επίδραση.

Στο βάθος η σαρκοφάγος του Λούκιου Κορνήλιου Σκιπίωνα Βαρβάτου. Η σαρκοφάγος έχει σχήμα βωμού, με δωρική ζωφόρο, τρίγλυφα και μετόπες διακοσμημένες με ρόδακες. Το κάλυμμα τελειώνει με δύο μαξιλάρια στις πλευρές που μοιάζουν με ιωνικές ελικοειδείς διακοσμήσεις. Επίσης, στην πάνω πλευρά είναι σκαλισμένο ένα κυλινδρικό αντικείμενο, το οποίο τερματίζει και στα δύο άκρα με φύλλα άκανθας. Διακρίνεται η ελληνική επίδραση.

Ο τάφος κατασκευάστηκε κατά τον 3° αι. π.Χ. από τον ιδρυτή της οικογένειας, ύπατο Λούκιο Κορνήλιο Σκιπίωνα Βαρβάτο. Η σαρκοφάγος του ήταν κομψά διακοσμημένη με ανάγλυφα και επιγραφές και βρίσκονταν απέναντι από την είσοδο. Είναι η μοναδική που σώθηκε ολόκληρη και σήμερα βρίσκεται στα μουσεία του Βατικανού (στο τάφο τοποθετήθηκε ένα αντίγραφο). Ο τάφος φιλοξενούσε άλλες 30 σαρκοφάγους, από τις οποίες σώθηκαν ελάχιστα τμήματα. Εκτιμάται πως εκτός από τα μέλη της οικογένειας, ο τάφος φιλοξενούσε και τις στάχτες του ποιητή Έννιου. Δυστυχώς από τα δύο κυριότερα μέλη της οικογένειας, τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, τον θριαμβευτή του πολέμου κατά του Αννίβα και τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, τον καταστροφέα της Καρχηδόνας, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος. Ορισμένοι αναφέρουν πως ο πρώτος πέθανε και θάφτηκε στην έπαυλη του στο Λιντέρνουμ, κοντά στην Νάπολη, αποδίδοντας του την γνωστή φράση: «Αχάριστη πατρίδα, δεν θα λάβεις ούτε καν τα κόκαλά μου».
Δεν ήταν θαμμένοι εδώ όλοι οι Σκιπίωνες αλλά μόνο οι κλάδοι του «Αφρικανού», του «Ασιατικού» και του «Ισπανού», αν και οι ιδρυτές τους λείπουν όλοι.

Σίγουρα δεν ήταν τυχαία η απόφαση εκ μέρους των Σκιπιώνων να τοποθετηθεί ο οικογενειακός τάφος ακριβώς δίπλα στη Αππία οδό και η πράξη επισημαίνει έναν σαφή πολιτικό προσανατολισμό: Η Αππία Οδός εγκαινιάστηκε το 312 π.Χ. προκειμένου να διευκολύνει και να υποστηρίξει την επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη νότια Ιταλία και στην συνέχεια για να συνδέσει την Ρώμη με την Ελλάδα. Ο κατασκευαστής της, Άππιος Κλαύδιος Καίκος, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Ρωμαϊκής ιμπεριαλιστικής πολιτικής και ο πρώτος εξέχων πολιτικός που έδειξε μια σαφή κλίση για τον ελληνικό κόσμο. Επομένως, φαίνεται ότι η οικογένεια των Σκιπιώνων, μία από τις πιο ανοικτές προς τον ελληνικό πολιτισμό, θέλησε να κατασκευάσει το ταφικό μνημείο της κοντά στον νέο δρόμο, σύμβολο της ιδέας της πολιτικής επέκτασης προς τον κόσμο της Μεγάλης Ελλάδας, η οποία υποστηρίζονταν από μια από τις πιο ευγενείς οικογένειες στην πολιτική σκηνή της Ρώμης στα μέσα της Ρεπουμπλικανικής εποχής.

Η οικογένεια των Σκιπιώνων θα εκλείψει στην αρχή της αυτοκρατορικής εποχής και ήδη κατά τον 3° αι. μ.Χ. ο τάφος θα ξεχαστεί εντελώς. Πάνω του θα κατασκευαστεί μια insula (πολυκατοικία της εποχής) η οποία θα καταστρέψει ένα τμήμα του τάφου και πάνω απο αυτήν θα κατασκευαστεί κατά τον Μεσαίωνα μια ακόμα κατοικία που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Κορνήλιοι

«Λούκιος Κορνήλιος Σκιπίων, γιος του Λούκιου, εγγονός του Πόπλιου, κοσμήτορας, χιλίαρχος, πέθανε στα 33 του χρόνια. Στον πατέρα του υποτάχτηκε ο βασιλιάς Αντίοχος».

Επιγραφή από τον τάφο: «Λούκιος Κορνήλιος Σκιπίων, γιος του Λούκιου, εγγονός του Πόπλιου, κοσμήτορας, χιλίαρχος, πέθανε στα 33 του χρόνια. Στον πατέρα του υποτάχτηκε ο βασιλιάς Αντίοχος».

Γιατί άραγε όλα τα μέλη της οικογένειας των Σκιπιώνων ονομάζονταν «Κορνήλιοι»; Το πλήρες όνομα του Σκιπίωνα του Αφρικανού ήταν Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Αφρικανός, το όνομα του ιδρυτή της οικογένειας ήταν  Λούκιος Κορνήλιος Σκιπίωνας Βαρβάτος, ενώ ο Αιμιλιανός ονομάζονταν Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων Αιμιλιανός. Ας δούμε πως σχηματίζονταν το όνομα ενός Ρωμαίου πολίτη: Στην Ρώμη υπήρχαν 100 αρχικές «μεγάλες οικογένειες» από τις οποίες κατάγονταν όλοι οι πολίτες της Ρώμης. Αυτές οι 100 ονομάζονταν gens, γένος. Κάθε γένος αποτελούνταν από διάφορες οικογένειες. Έτσι, οι Σκιπίωνες ανήκαν στο gens Cornelius, το οποίο με τη σειρά του αποτελούνταν από τις οικογένειες Scipiones, Lentuli, Balbi και άλλες εφτά. Έτσι, ένα πλήρες ρωμαϊκό όνομα αποτελούνταν από το όνομα (praenomen) [Πόπλιος], το γένος (nomen/gens) [Κορνήλιος], το επώνυμο (cognomen) [Σκιπίων]. To τελευταίο αρχικά δεν δίνονταν στην γέννηση αλλά αποκτιούνταν κατά την διάρκεια της ζωής βάσει ιδιαίτερων φυσικών χαρακτηριστικών του ατόμου, κάποιου γεγονότος ή σαν τιμητικός τίτλος και ήταν το μοναδικό προσωπικό όνομα που ξεχώριζε κάποιον ανάμεσα στο gens. Μόνο αργότερα θα αρχίσει να μεταδίδεται από πατέρα σε γιό. Σε ορισμένες περιπτώσεις προσθέτονταν και παρωνύμια (supernomina) [Αφρικανός] για να ξεχωρίζουν τα άτομα στο εσωτερικό της ίδιας οικογενείας αλλά και σαν τιμητικός τίτλος. Έτσι, το «Γάιος Ιούλιος» ή το «Μάρκος Αντώνιος» δεν είναι δύο μικρά ονόματα αλλά όνομα και γένος (gens Iulia και gens Antonia αντίστοιχα). Οι γυναίκες ονομάζονταν μόνο με το όνομα του γένους τους (Ιουλία, Κλαυδία), στο οποίο πρόσθεταν αυτό του συζύγου τους ή του πατέρα τους. Η χρήση ξένου ονόματος γένους ή επωνύμου ήταν ποινικό αδίκημα.

Τάφος Σκιπιώνων

Στην επιγραφική τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα, καθώς γίνονταν ευρεία χρήση πατρώνυμων, συντομογραφιών και αρκτικόλεκτων. Στην περίπτωση της σαρκοφάγου του Λούκιου, διαβάζουμε CORNELIUS CNF SCIPIO, το οποίο προέρχεται από το (LUCIUS) CORNELIUS CN(EI) F(ILIOS) SCIPIO, Λούκιος Κορνήλιος, υιός του Κνέιου, Σκιπίωνας.

Ο οικογενειακός τάφος

Μια μετεγενέστερη επιβλητική είσοδος

Ένα δωμάτιο της insula.

Κολουμβάριο   

Περίπου δύο-τρεις αιώνες μετά την κατασκευή του τάφου, στην γύρω περιοχή θα αναπτυχθούν και άλλοι χώροι ταφής, μέρη των οποίων θα ανακαλυφθούν τους τελευταίους αιώνες. Συγκεκριμένα, στον αρχαιολογικό χώρο υπάρχει και ένα κολουμβάριο (columbarium), ένα ρωμαϊκό τεφροφυλάκιο. Βλέπουμε δηλαδή πως μαζί με τον ενταφιασμό χρησιμοποιείται μια άλλη πρακτική, η καύση των νεκρών. Αντίθετα, οι Σκιπίωνες προτιμούσαν την ταφή παρά την καύση των νεκρών.  Ο πρώτος από το gens των Κορνηλίων που εγκατέλειψε την παράδοση της ταφής ήταν ο δικτάτορας Σύλλας, (Lucius Cornelius Sulla Felix), ο οποίος έχοντας  διατάξει την εκταφή και την βεβήλωση του σώματος του Γάιου Μάριου, άφησε εντολή όταν ήταν ακόμα εν ζωή να κάψουν το σώμα του, έτσι ώστε να μην υποστεί στο μέλλον την ίδια μεταχείριση, καθώς ίσχυε ο νόμος της αντεκδίκησης.
Στην εποχή όμως του κολουμβάριου έχει χαθεί πλέον ο ιεροτελεστικός χαρακτήρας της καύσης και η αποτέφρωση γίνεται πλέον για πρακτικούς λόγους, συνήθως από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς ο πληθυσμός πλησιάζει πλέον το ένα εκατομμύριο κατοίκων. Η πρακτική αυτή θα αρχίσει να εγκαταλείπεται με την είσοδο στο προσκήνιο
του χριστιανισμού.

Κολουμβάριο

Κολουμβάριο


Το κολουμβάριο, υπόγεια κατασκευή, αποτελείται από σειρές κογχών όπου καθεμία φιλοξενούσε μέχρι τρία τεφροδοχεία. Μπροστά σε κάθε κόγχη αναγράφονταν τα ονόματα των νεκρών. Αξιοπερίεργο στο κολουμβάριο του αρχαιολογικού χώρου είναι πως ένας κεντρικός πυλώνας έχει μετατραπεί σε υποδοχέα τεφροδοχείων, ακριβώς εξαιτίας της έλλειψης χώρου. 

Ο αρχαιολογικός χώρος του τάφου των Σκιπιώνων βρίσκεται εδώ.