Η Αρίτσια (Ariccia) είναι μια από τις κωμοπόλεις που βρίσκονται στους λόφους στα νοτιοανατολικά της Ρώμης, γνωστές σαν Καστέλι Ρομάνι/Ρωμαϊκά Κάστρα. Ονομάζονται έτσι γιατί κατά τον 14ο αιώνα πολλοί κάτοικοι της Ρώμης, για να γλυτώσουν από την ανασφάλεια και τις οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που επέφερε η εξορία του παπισμού στην Αβινιόν, ζήτησαν προστασία στα κάστρα των ισχυρών οικογενειών της εποχής, που βρίσκονταν στην περιοχή.

Εδώ το έδαφος είναι ηφαιστειογενές και οι διάφορες λίμνες που βρίσκονται στην περιοχή είναι παλιοί κρατήρες ηφαιστείων. Λόγω της υψομετρικής διαφοράς σε σχέση με την Ρώμη, το κλίμα θεωρείται πιο υγιές και τα καλοκαίρια είναι πιο δροσερά και με λιγότερη αποπνικτική υγρασία. Για αυτό τον λόγο πολλοί πλούσιοι έκτισαν και τις βίλες τους στην περιοχή.
Οι «ιστορικοί» Δήμοι είναι 14 και ένας απο αυτούς είναι η Αρίτσια.

Αρίτσια

H κωμόπολη της Αρίτσια

Με πληθυσμό γύρω στις 18.000 κατοίκους, η Αρίτσια είναι ένα από τα πιο διάσημα και δημοφιλή Καστέλι Ρομάνι. Έχει τουριστική σημασία λόγω του μνημειώδους μεγάρου της οικογένειας Κίτζι και της ιστορικής και αρχιτεκτονικής σπουδαιότητας των έργων του Μπερνίνι, αλλά και θρησκευτική σημασία, λόγω του ναού αφιερωμένου στην Παναγία (Santa Maria di Galloro). Ένας τρίτος λόγος για μια επίσκεψη στην Αρίτσια είναι ο γαστρονομικός, για να ανακαλύψει κανείς τα χαρακτηριστικά μαγαζιά «fraschette» και να δοκιμάσει το παραδοσιακό ψητό γουρουνόπουλο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε φτάνοντας στην Αρίτσια είναι η μεγάλη γέφυρα που την συνδέει με την Αππία Οδό. Έργο των μέσων του 19ου αιώνα, θα καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς του Β΄Π.Π. και θα κατασκευαστεί εκ νέου μετά τον πόλεμο. Αποτελείται από τρεις τοξοστοιχίες και μέχρι πρόσφατα κατείχε το θλιβερό ρεκόρ πολυάριθμων αυτοκτονιών, μέχρις όταν προστέθηκαν προστατευτικά μεταλλικά δίχτυα στο πλάι.

Αμέσως μετά την γέφυρα θα βρεθούμε στην Piazza della Corte, την ιστορική και σπουδαιότερη πλατεία της πόλης. Σχεδιάστηκε στα μισά του 17ου αιώνα, από δύο από τους σπουδαιότερους αρχιτέκτονες της εποχής, τον Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι και τον Κάρλο Φοντάνα. Ο λόγος για τον οποίο δύο σπουδαίοι καλλιτέχνες εργάστηκαν εδώ (όπου τότε ήταν απλώς ένα χωριό), είναι απλός: Το 1661 το φέουδο της περιοχής αγοράστηκε από την οικογένεια Κίτζι, η οποία είχε στις τάξεις της ισχυρούς καρδιναλίους και πρίγκιπες. Μετά την αγορά αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ένα σχέδιο αστικής ανάπλασης της πόλης και σε αυτό περιλαμβάνονταν η πλατεία όπου θα φιλοξενούσε το μέγαρο της οικογένειας και μια εκκλησία.

Piazza di Corte: Δύο όψεις του παλάτσο Κίτζι και ο ναός της Αναληφθείσας Θεοτόκου, έργα του Μπερνίνι.

 

Το παλάτσο Κίτζι φιλοξενεί από το 1999 το Μουσείο του Ρωμαϊκού μπαρόκ, το οποίο συγκεντρώνει σημαντικά έργα μπαρόκ διαφόρων ιδιωτικών συλλογών. Στο εσωτερικό του γυρίστηκαν και σκηνές από την ταινία «ο Γατόπαρδος» του Λουκίνο Βισκόντι, με τους Μπαρτ Λάνκαστερ, Αλέν Ντελόν και Κλαούντια Καρντινάλε.

Φρασκέτε (Fraschette)

ΑρίτσιαΦρασκέτα ονομάζεται η χαρακτηριστική ταβέρνα των Ρωμαϊκών Κάστρων. Η προέλευσή τους είναι πολύ παλιά, ανάγονται στον Μεσαίωνα, με τις ρίζες τους να φτάνουν μέχρι την αρχαία Ρώμη, όταν οι αγρότες της ρωμαϊκής υπαίθρου που ταξίδευαν προς την πρωτεύουσα για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, είχαν ανάγκη κατά μήκος της διαδρομής από σημεία όπου θα μπορούσαν να ξαποστάσουν, να φάνε και να πιούν.

Και ακριβώς κατά την μεσαιωνική εποχή, οι αμπελουργοί που διατηρούσαν τέτοιους χώρους έδωσαν αρχή στην συνήθεια να τοποθετούν ένα κλαδί με πλούσιο φύλλωμα (frasca) πάνω από την είσοδο του μαγαζιού (όπως συμβαίνει με τις σύγχρονες πινακίδες), προκειμένου να καταλάβουν οι πελάτες πως το νέο κρασί ήταν έτοιμο. Η διακόσμηση αυτών των χώρων ήταν εξαιρετικά απλή: Κυριαρχούσαν τα βαρέλια με το κρασί, συνήθως τοποθετημένα σε μία πλευρά, ενώ στο υπόλοιπο δωμάτιο βρίσκονταν διάσπαρτοι πάγκοι, καρέκλες και τραπέζια. Η διακόσμηση αποτελούνταν από σκεύη και εργαλεία για την παραγωγή του κρασιού.

Η διαφορά μεταξύ φρασκέτας και ταβέρνας ήταν πως η πρώτη ήταν καθαρά οινοπωλείο, χωρίς κουζίνα, και στους πελάτες, εκτός από το κρασί, προσφέρονταν ψωμί και βραστά αυγά, σαν μεζές για το κρασί. Αν οι πελάτες ήθελαν κάτι παραπάνω θα έπρεπε να φέρουν δικό τους φαγητό.  Ήταν, επομένως, σημεία πώλησης και γευσιγνωσίας του κρασιού της νέας εσοδείας.

Όπως ήταν επόμενο, σύντομα δίπλα στις φρασκέτε εμφανίστηκαν υπαίθριοι πωλητές που πουλούσαν διάφορα τρόφιμα που θα συνόδευαν το ψωμί των πελατών. Ένα από αυτά, ιδιαίτερα δημοφιλές, με μια παράδοση τριών χιλιάδων ετών, είναι η πορκέτα, το ψητό γουρουνόπουλο. Αυτό το ψητό γουρουνόπουλο ψήνεται ολόκληρο, αφού πρώτα αφαιρεθούν από το εσωτερικό τα κόκαλα και προστεθούν μυρωδικά και μπαχαρικά.  Ο δεσμός της πορκέτα με την φρασκέτα διατηρήθηκε επί αιώνες και παραμένει άρρηκτος.

Πορκέτα

Πορκέτα

 

Μόνο στη σύγχρονη εποχή στο εσωτερικό της φρασκέτα είναι δυνατόν να αγοράσει κανείς τρόφιμα και να κάνει ένα πλήρες γεύμα. Υπάρχουν φρασκέτε που προσφέρουν μόνο προσιούτο, σαλάμι, τυρί και  ψωμί και άλλες που διαθέτουν κουζίνα και λειτουργούν σαν ταβέρνες. Αν και χάθηκε το αρχικό στοιχείο που τις ξεχώριζε στο παρελθόν προς όφελος της εμπορευματοποίησής τους, είναι πάντα δυνατόν να βρει κανείς κρασί χύμα, το οποίο διατίθεται σε καράφες διαφόρων μεγεθών.

Εκτός από χοιρινό κρέας και το κρασί, ένα δείπνο σε ένα μαγαζί σαν την σύγχρονη φρασκέτα, προσφέρει παραδοσιακές ντόπιες λιχουδιές που αποτελούνται κυρίως από αλλαντικά, φρέσκα και παλαιωμένα τυριά, πολλά ορεκτικά, ελιές, τουρσιά, λαδερά. Αυτά τα ορεκτικά συνήθως σερβίρονται σε μεγάλες ποσότητες και συνήθως είναι δύσκολο να παραγγείλει κανείς κατόπιν ένα πρώτο πιάτο ζυμαρικών  και ακόμη πιο δύσκολο είναι να φτάσουμε σε ένα δεύτερο με κρεατικά. Όλα τα ζυμαρικά είναι μέρος της παραδοσιακής κουζίνας της Ρώμης, γι ‘αυτό και προτείνονται πάντα από τους μαγαζάτορες: Καρμπονάρα, αματριτσιάνα, αραμπιάτα. Οι πελάτες είναι συνήθως νέοι και τα μαγαζιά είναι πάντα γεμάτα, ειδικά τα θερινά σαβατοκύριακα.

Φρασκέτα

Σε ένα παραδοσιακό γεύμα τα ορεκτικά έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Διακρίνονται διάφορα είδη αλλαντικών, παλαιωμένα τυριά, ψητή πολέντα (χυλός από σιμιγδάλι), μοτσαρέλα από βουβάλι, πορκέτα, ένα είδος μυζήθρας με μέλι, ομελέτα κλπ. Δεν μπορεί να λείψει η κλασική καρμπονάρα. Οι τιμές κυμαίνονται γύρω στα 18-20€ /άτομο.

Φρασκέτα

Μετά το σούρουπο χρειάζεται ένα ζακετάκι, η βραδιά είναι πάντα δροσερή. Ένας τελευταίος περίπατος στο κέντρο και λίγα λεπτά χαλάρωσης, ρεμβάζοντας τον ήλιο που χάνεται στο βάθος, πίσω από την Ρώμη.

Αρίτσια

 

 

Η πόλη της Αρίτσια βρίσκεται εδώ.