H Βίλα Τορλόνια είναι ένα πάρκο της Ρώμης που σήμερα ανήκει στον Δήμο. Κάποτε αγρόκτημα της πλούσιας οικογένειας των Πανφίλι, θα αγοραστεί το 1787 από τον τραπεζίτη Τορλόνια, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα, θα κατασκευάσει μια βίλα για τον γιό του Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος και οι απόγονοί του θα συνεχίσουν τα έργα στο εσωτερικό της ιδιοκτησίας, μετατρέποντάς την σε μια τις ωραιότερες βίλες με πάρκο της Ρώμης.

Βίλα Τορλόνια

Βίλα Τορλόνια

To 1929 ο Τζοβάνι Τορλόνια Τζούνιορ θα παραχωρήσει την κατοικία στον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος θα πληρώνει σαν  συμβολικό ετήσιο μίσθωμα της, μια λίρα. Εδώ ο Μουσολίνι και η οικογένειά του θα ζήσουν μέχρι την σύλληψή του, το 1943. Ήταν η ιδανική κατοικία για την οικογένεια Μουσολίνι, καθώς η φασιστική προπαγάνδα επωφελήθηκε για να παρουσιάσει τον Μουσολίνι σαν εξαίρετο οικογενειάρχη, που φρόντιζε για το καλό της οικογένειας και της πατρίδας, ενώ η σύζυγός του Ρακέλε, μοντέλο της φασίστριας γυναίκας, συνέβαλε στην  αυτάρκια του έθνους καλλιεργώντας στους κήπους της βίλας πατάτες και καλαμπόκι, φρόντιζε  για τον άνδρα, τα παιδιά και το σπίτι. Η πραγματικότητα ήταν βέβαια κάπως διαφορετική, καθώς ο Μουσολίνι, γνωστός καζανόβας με πλήθος φιλενάδων, έσπευσε να χωρίσει τα διαμερίσματα και τα μπάνια.

Αν και στην βίλα δεν θα λάβουν πότε χώρα οι «ωκεάνιες συγκεντρώσεις» του κόμματος, ωστόσο από εκεί θα περάσουν ορισμένοι παράξενοι επισκέπτες, όπως ο Γκάντι, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ και οι αδελφοί Λυμιέρ, εφευρέτες του κινηματογράφου. Ο Μουσολίνι διέθετε εκεί έναν ιδιωτικό κινηματογράφο και έβλεπε με την οικογένειά του τις πρεμιέρες των ταινιών. Όταν θα απαγορευτεί η εισαγωγή αγγλικών και αμερικανικών προϊόντων, όλως περιέργως θα εξαιρεθούν οι ταινίες του Ντίσνεϊ.

Το πρώτο καταφύγιο

Με την κήρυξη του πολέμου θα αποφασιστεί να εφοδιαστεί η βίλα με αντιαεροπορικό καταφύγιο για τον Μουσολίνι, την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους. Σαν πρώτη λύση, αποφασίστηκε η μετατροπή των υπαρχόντων υπόγειων κελαριών  της βίλας. Στον υπόγειο χώρο, τα κοιλώματα που φυλάσσονταν το κρασί μετατράπηκαν σε υπνοδωμάτιο, γραφείο και μπάνιο, ενώ ένας άλλος χώρος φιλοξενούσε το χειροκίνητο μηχάνημα για την ανακύκλωση του αέρα. Διπλές ατσάλινες πόρτες προστάτευαν το καταφύγιο από τα ωστικά κύματα και τα ενδεχόμενα χημικά όπλα. Ωστόσο, η απόσταση από την κατοικία και προπαντός τα τέσσερα ανεπαρκή μέτρα χώματος που χώριζαν το καταφύγιο από την επιφάνεια, έκριναν την λύση αναποτελεσματική και ανασφαλή, Απουσίαζε παντελώς επίσης το μπετόν αρμέ και το καταφύγιο ουσιαστικά ήταν μια παγίδα.

Έξοδος του πρώτου καταφυγίου

Ο χώρος με το γραφείο του Μουσολίνι

Πρώτο καταφύγιο

Δεύτερο καταφύγιο

Ο Μουσολίνι θα θελήσει ένα νέο καταφύγιο που δεν θα τον ανάγκαζε να εγκαταλείψει το κτίριο. Αποφασίστηκε λοιπόν η κατασκευή ενός νέου στα υπόγεια της βίλας. Το νέο καταφύγιο διέθετε προστασία ενάντια στα αέρια και οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από μπετόν αρμέ. Η οροφή και αυτή από μπετόν αρμέ, είχε πάχος 2,5 μέτρα. Η επίταση όμως των αεροπορικών επιδρομών, η χρήση όλο και δυνατότερων  γομώσεων στις βόμβες και ο κίνδυνος να θαφτούν ζωντανοί, κατέστησε και αυτό το καταφύγιο ξεπερασμένο.

Τρίτο καταφύγιο

Μετά τους βομβαρδισμούς του Τορίνο, Μιλάνο και Γένοβα τον Οκτωβρίου του 1942, ο Μουσολίνι αποφάσισε ότι για την κατοικία του χρειάζονταν ένα πραγματικό αντιαεροπορικό καταφύγιο,  ένα μπούνκερ, που θα ήταν σε θέση να αντέξει ακόμα και τις βαρύτερες μέχρι τότε βόμβες, καθώς και επιθέσεις χημικών όπλων. Για να επιτευχθεί ο σκοπός, κλήθηκε το Πυροσβεστικό Σώμα της Ρώμης, υπό την καθοδήγηση του ταγματάρχη μηχανικού Μπαριζέλα.
Η εκτίμηση του κόστους εργασιών ήταν 240.000 λιρέτες και η διάρκεια του έργου τρεις μήνες (αρχίζοντας τον Δεκέμβριο 1942). Κατά τις ανασκαφές έφεραν στο φως ρωμαϊκούς αμφορείς, υπολείμματα σκελετών και θραύσματα μαρμάρου, συμπεριλαμβανομένης μιας ταφόπλακας. Το καταφύγιο – που αποτελούνταν από έξι  πτέρυγες σε σχήμα σταυρού και που τοποθετήθηκε σε βάθος 6,5 μέτρων – ήταν προσβάσιμο από μια απότομη σκάλα στην ανατολική πλευρά του υπογείου της κατοικίας και διέθετε δύο εξόδους. Η δομή του καταφυγίου ήταν κυλινδρικού σχήματος για τη βελτιστοποίηση της κατανομής των τάσεων και οι τοίχοι ήταν από μπετόν αρμέ πάχους τεσσάρων μέτρων (στο άνω τμήμα ήταν έξι μέτρα), εξασφαλίζοντας προστασία από βόμβες βάρους έξι τόνων.

Ωστόσο, μέχρι τις 25 Ιουλίου 1943, ημέρα της σύλληψης του Μουσολίνι (τον διαδέχτηκε στην εξουσία η κυβέρνηση Μπαντόλιο), το καταφύγιο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ γιατί δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί (έλειπε ακόμα το φινίρισμα, η κάλυψη των εξόδων κινδύνου και η τοποθέτηση των μηχανημάτων). Το κόστος είχε πολλαπλασιαστεί ενώ είχαν προκληθεί καθυστερήσεις στην κατασκευή λόγω των δυσκολιών που ανέκυψαν κατά την ανασκαφή: Το έδαφος κοντά στο κτίριο αποδείχθηκε ανεπαρκώς στερεό και αυτό ανάγκασε τους κατασκευαστές να χτίσουν τα θεμέλια σε ένα βάθος διπλάσιο από το προβλεπόμενο.
Μια πρόσφατη ανάλυση του Πολυτεχνείου στο σκυρόδεμα και στο τσιμέντο που χρησιμοποιήθηκε, φανέρωσε πολλά ελαττώματα στην κατασκευή του καταφυγίου. Και αν αυτό ήταν προορισμένο για τον αρχηγό του κράτους, εύκολα καταλαβαίνουμε την ποιότητα κατασκευής των καταφυγίων για τον λαό. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός πως το 40% των νεκρών από τις αεροπορικές επιδρομές βρήκε τον θάνατο στο εσωτερικό των καταφυγίων.

Το τελευταίο μπούνκερ του Μουσολίνι

Το τελευταίο μπούνκερ του Μουσολίνι

Ανάμεσα στα ντοκουμέντα που βρέθηκαν από τους Άγγλους στα αρχεία του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, υπήρχαν και κάποια χειρόγραφα του Μουσολίνι, τα οποία γράφτηκαν την επομένη της σύλληψής του. Ανάμεσα στα άλλα, γράφει: «Είναι περίεργο πως, όσο προχωρούσαν οι εργασίες για την ολοκλήρωση του καταφυγίου, η αντιπάθεια μου προς αυτό μεγάλωνε – και όχι μόνο για τα έξοδα που τώρα είχαν διπλασιαστεί, αλλά για κάτι σκοτεινό που ένιωθα μέσα μου. Ένιωθα δηλαδή, πως μόλις θα τελείωνε, θα μου ήταν εντελώς άχρηστο. Πως δεν θα το χρησιμοποιούσα ποτέ. Πράγματι! Πρέπει να ακούμε την φωνή του υποσυνείδητου!».

Μετά την σύλληψη του Μουσολίνι το καταφύγιο χρησιμοποιήθηκε για προστασία από κάποιες αεροπορικές επιδρομές από τους κατοίκους της περιοχής, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Αργότερα στην βίλα θα εγκατασταθούν συμμαχικές δυνάμεις. Με το πέρας του πολέμου η βίλα εγκαταλείφθηκε και πέρασε μια περίοδο παρακμής μέχρι το 1975, όταν αγοράστηκε από τον Δήμο της Ρώμης και μετατράπηκε σε δημόσιο πάρκο. Τα καταφύγια αποκαταστάθηκαν το 2011.

Επιχείρηση «Ντουξ»

Ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ο φόβος του Μουσολίνι για μια αεροπορική επίθεση με στόχο τον ίδιο;
Στις 13 Ιουλίου του 1943, ο πτέραρχος Τσαρλς Πόρταλ,  αρχηγός της RAF,  με επιστολή ζήτησε από τον Τσώρτσιλ την άδεια να προχωρήσει σε μια απόπειρα εξόντωσης του Μπενίτο Μουσολίνι, με μια ταυτόχρονη βομβαρδιστική επίθεση στα γραφεία της κυβέρνησης στο Παλάτσο Βενέτσια και στην ιδιωτική κατοικία της Βίλας Τορλόνια. Το σχέδιο της επιχείρησης ήταν του Χάρις, διοικητή των βομβαρδιστικών.
Η επιδρομή, που ονομάζονταν “Επιχείρηση Ντουξ”, είχε ήδη εξεταστεί από την βρετανική κυβέρνηση το 1942, αλλά στη συνέχεια είχε ματαιωθεί γιατί εκείνη την εποχή απαγορεύονταν  ο βομβαρδισμός της Ρώμης.
Ο Χάρις πρότεινε την χρήση της 617ης Μοίρας στρατηγικών βομβαρδιστικών Λάνκαστερ, η οποία έχει ήδη αναλάβει δράση με επιθέσεις ακριβείας στα φράγματα του Ρήνου και αποτελούνταν από έμπειρους πιλότους. Η επίθεση θα πραγματοποιούνταν στο φως της ημέρας και θα έπρεπε να στοχεύσει τις στέγες για να καταστραφούν μόνο τα δύο κτίρια.
«Το Παλάτσο Βενέτσια και η Βίλα Τορλόνια είναι ευδιάκριτα και ούτε το ένα ούτε το άλλο βρίσκονται εντός 1.500 γιαρδών από το Βατικανό και τις εκκλησίες του – έγραφε ο Πόρταλ – θα πρέπει να δοθούν αυστηρές εντολές που θα απαγορεύουν την ανάληψη κάθε πρωτοβουλίας για δράση ενάντια σε άλλους στόχους στην πόλη της Ρώμης, εκτός των δύο που ορίζονται ρητά. Αν ο Μουσολίνι σκοτωθεί ή ακόμα τραυματιστεί σοβαρά, πρόσθεσε, αυτό θα μας επιτρέψει να αυξήσουμε τις πιθανότητες να βγάλουμε την Ιταλία από τον πόλεμο. Έτσι, ζητώ την άδεια να προχωρήσω με την επιχείρηση. Εν τω μεταξύ, ελέγχουμε, στο μέτρο του δυνατού, τις πρόσφατες συνήθειες του Ντούτσε
Ενώ περίμεναν την απάντηση του Τσώρτσιλ, ο Χάρις και ο Πόρταλ, την νύχτα μεταξύ 14 και 15 Ιουλιου 1943 έδωσαν εντολή για την μετακίνηση των Λάνκαστερ από την Αγγλία στην Αλγερία.

Φωτογραφία από βομβαρδισμό της Ρώμης το 1943. Κατά περίεργο τρόπο, η Βίλα Τορλόνια είναι κρυμμένη από την βόμβα στο κέντρο.

Φωτογραφία από βομβαρδισμό της Ρώμης το 1943. Κατά περίεργο τρόπο, η Βίλα Τορλόνια είναι κρυμμένη από την βόμβα στο κέντρο.

Ο Τσώτσιλ πριν απαντήσει θέλησε να ακούσει και την γνώμη του Έντεν, υπουργού Εξωτερικών. Αυτός δήλωσε πως δεν συμφωνούσε με το σκεπτικό της επιχείρησης, καθώς θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί ο σκοπός της. Στην πραγματικότητα ο Έντεν γνώριζε πως οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ήδη αρχίσει διαβουλεύσεις με ιταλούς αντιφωνούντες και αντιπροσώπους του Μπαντόλιο και του βασιλέα, για μια ξεχωριστή ιταλική συνθηκολόγηση. Το σχέδιο το Χαρις απλώς θα επέσπευδε τα γεγονότα διαμέσου της δολοφονίας ενός αρχηγού κράτους, πράγμα που ο Έντεν δεν επιθυμούσε. Ο Τσώρσιλ θα συμφωνήσει με τον Έντεν, η επιχείρηση θα ματαιωθεί και ο Χάρις θα σταματήσει τα βομβαρδιστικά την τελευταία στιγμή.
Ενώ τα Λάνκαστερ παρέμεναν στο έδαφος, οι Αμερικανοί ξάφνιασαν τους Βρετανούς, παίρνοντας την πρωτοβουλία και αποφασίζοντας να αρχίσουν τους βομβαρδισμούς της ιταλικής πρωτεύουσας. Στις 19 Ιουλίου η USAAF έστειλε από την Τυνησία 159 Ιπτάμενα Φρούρια και 112 Liberator, τα οποία έπληξαν το πρωί της 19ης Ιουλίου δύο σιδηροδρομικούς σταθμούς. Το ίδιο απόγευμα 321 βομβαρδιστικά (Β25, Β26 με συνοδεία Ρ38) έριξαν 682 τόνους βομβών σε αποθήκες και σιδηροδρομικούς σταθμούς σε λαϊκές περιοχές.
Κατά τις επόμενες ημέρες τα Λάνκαστερ της επιχείρησης Ντουξ κλήθηκαν στην Αγγλία, ξεφορτώνοντας στο ταξίδι της επιστροφής πάνω από το Λιβόρνο τους 85 τόνους βομβών που αρχικά προορίζονταν για την δολοφονία του Μουσολίνι.
Τραγικό παιγνίδι της μοίρας, την ίδια ώρα της νύχτας της 24ης Ιουλίου που τα Λάνκαστερ έριχναν τις βόμβες στο Λιβόρνο, στο Παλάτσο Βενέτσια πραγματοποιήθηκε η θυελλώδης συνεδρίαση του Μεγάλου Συμβουλίου, που οδήγησε στην ανατροπή του Μουσολίνι.
Η Ρώμη δεν είχε κηρυχθεί ακόμη ανοχύρωτη πόλη αλλά επικρατούσε η πεποίθηση πως δεν θα βομβαρδίζονταν ποτέ, λόγω του Βατικανού, των εκκλησιών, των μνημείων. Ήταν το κέντρο του δυτικής εκκλησίας και οι πιλότοι θα είχαν κρίσεις συνείδησης. Οι κάτοικοι είχαν αυτή την πεποίθηση και αισθάνονταν ασφαλείς (κάπως έτσι αισθάνονταν και οι κάτοικοι της Δρέσδης). Οι βομβαρδισμοί του Ιουλίου θα αφήσουν πίσω τους 3.000 νεκρούς, 11.000 τραυματίες και μια πόλη σοκαρισμένη. Είναι γνωστή η φωτογραφία του πάπα Πίου ΙΒ΄ που αμέσως μετά τον βομβαρδισμό θα επισκεφθεί την λαϊκή συνοικία του Σαν Λορέντζο, την πιο χτυπημένη.
Η Ρώμη θα κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη στις 14 Αυγούστου και θα δοθεί διαταγή στα αντιαεροπορικά να μην βάλλουν κατά τις διελεύσεις αεροπλάνων. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα δεν θα εμποδίσουν να βομβαρδιστεί άλλες 51 φορές η πόλη, μέχρι την απελευθέρωση της, μια μέρα πριν την απόβαση της Νορμανδίας.

Στην Ρώμη υπάρχουν πολλά καταφύγια της εποχής του πολέμου τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση εγκατάλειψης. Δεν έχουν αξιοποιηθεί, ούτε έχουν αναδειχθεί στα πλαίσια κάποιου είδους τουρισμού που να αφορά επιζήσαντα αξιοθέατα από τον πόλεμο. Διατηρείται επίσης το εναέριο καλώδιο μήκους 14 χλμ που ένωνε τα διάφορα κρατικά κτίρια, νοσοκομεία και αρχές, για να σημάνει τις σειρήνες σε περίπτωση αεροπορικής επίθεσης. Από τις 50 σειρήνες της εποχής του πολέμου επιζούν ακόμα σήμερα οι μισές από αυτές.

Η Villa Torlonia βρίσκεται εδώ.